«Αφού πληρώνω, ό,τι θέλω κάνω»...

 
Η ΑΓΕΝΕΙΑ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ δεν είναι σπάνια. Σε βρίσκει και σε κυκλώνει από παντού. Από την ώρα που θα πας να πάρεις καφέ. Θα υπάρξει ο άνθρωπος που θα θελήσει να κάνει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου δύσκολη στις... έξι το πρωί, για δύο ευρώ. Θα θέλει κάποιον πολύ συγκεκριμένο λάτε και κάποιον επιδέξιο τρόπο παραγωγής του.

Η πανδημία έχει δημιουργήσει νέους τρόπους να είσαι αγενής. Η αγένεια στον δημόσιο χώρο τρέπεται εύκολα σε αντικοινωνική συμπεριφορά, ακόμα και επιθετικότητα. Μπορείς να επιτεθείς με απλές κινήσεις, όπως, για παράδειγμα, όταν είναι Σάββατο και θες, όρθιος και συνωστισμένος ανάμεσα σε ορθίους, χωρίς μάσκα, να παραγγείλεις «στο παιδί» σχεδόν ακουμπώντας στο πρόσωπό του και φτύνοντας.

Φυσικά, υπάρχει μια βολική οικονομική θεωρία και για σένα, όπως και για όλους: «Αν δεν καταναλώναμε εμείς, θα έκλειναν». Που ουσιαστικά υπονοεί ότι επειδή χρηματοδοτείς έμμεσα την εργασία κάποιου άλλου, καταναλώνοντας, μπορείς να φέρεσαι όπως σου ’ρθει, όση ώρα διαρκεί η κατανάλωση.

Καθόμουν σ’ ένα καφέ τις προάλλες και διάβαζα. Η κοπέλα που σέρβιρε είχε άλλα σχέδια, δεν έκανε αυτό που λέμε «το όνειρό της». Βρέθηκε να ψάχνει δουλειά σε μια οικονομία υπηρεσιών. Όπως τόσες και τόσες γραμματείς, πωλήτριες, σερβιτόρες, ταξιθέτριες και υπάλληλοι στο σούπερ-μάρκετ, περνάει ώρες όρθια, έκθετη στο ανδρικό βλέμμα και στο ενδεχόμενο οι θαμώνες να θέλουν να την αγγίξουν, να της πάρουν τον αριθμό του τηλέφωνο, να της πουν κάτι προσβλητικό ή να την εμπαίξουν. Μια μόνιμη διακινδύνευση.

Δεν «αγοράζουμε» τον άλλον άνθρωπο όταν καταναλώνουμε την υπηρεσία που προσφέρει. Δεν αγοράζεται το δικαίωμα να φέρεσαι απαίσια, αν και προφανώς πιστεύουμε ότι αγοράζεται κάθε φορά που αφήνουμε άλλους να μας πληρώνουν, για να μας κάνουν απαίσια πράγματα, ή κάθε φορά που ενεργούμε με βάση το δόγμα «πληρώνω, κάνω όπως μου ’ρθει». 

Παρακολουθούσα πώς οι πελάτες την επιβάρυναν διαρκώς με το μίζερο καθήκον της αστυνόμευσής τους. Ένας μεγαλόσωμος ανεμβολίαστος άντρας, μάλιστα, απαιτούσε να μάθει γιατί δεν μπορεί να πιει κάτι στα γρήγορα και να φύγει. Η κοπέλα τού απαγόρευσε την είσοδο, νιώθοντας φανερά αμήχανα και καταβάλλοντας συναισθηματική εργασία που δεν της αναλογούσε ‒ του είπε ότι τον κατανοεί.

Χωρίς να το παραδεχόμαστε, πιστεύουμε ότι είναι κι αυτό δουλειά αυτών των ανθρώπων που μας υπηρετούν για δύο ώρες όταν καταναλώνουμε: πρέπει να μας κατανοούν, να φοράνε μάσκα όταν εμείς δεν φοράμε, να αναλαμβάνουν αυτοί, ολομόναχοι το βάρος της περιφρούρησης της υγείας όλων και να νουθετούν διαρκώς και ευγενικά τα αγενή, υπερμεγέθη μωρά. Σαν η κατανάλωση να σου δίνει κι άλλες, κρυφές εξουσίες πάνω στους άλλους που βρέθηκαν να πουλάνε τις υπηρεσίες τους.

Πιστεύω ότι οι υποχρεώσεις μας δεν περιλαμβάνουν μόνο τον εμβολιασμό αλλά και τον έλεγχο της συμπεριφοράς μας κατά τρόπο που να μην επιβαρύνει αφόρητα τους άλλους, ειδικά στην εργασία τους, όπου αλληλεπιδρούν μαζί μας χωρίς επιλογή.

Από το καλοκαίρι ήδη παρατηρούσα πόσες φορές έπρεπε σε ένα μόνο βράδυ ο σερβιτόρος να κάνει τον δάσκαλο στο δημοτικό και να πει στα παιδάκια να μη σηκώνονται.

Ας το σκεφτούμε λίγο. Κάποιος άνθρωπος πληρώνεται για να περνάει την ώρα του κάνοντας τη δουλειά του σκαναρίσματος των πιστοποιητικών και του ελέγχου τήρησης των μέτρων, παράλληλα με την κανονική δουλειά του, που είναι το μπαρ ή οι καφέδες. Κι εμείς είμαστε εκεί, με ψεύτικα πιστοποιητικά, με απόψεις, χωρίς μάσκα, με όρεξη για χορό, για να του κάνουμε τη ζωή ακόμα πιο δύσκολη, αναγκάζοντάς τον να πει χίλιες φορές το ίδιο πράγμα σαν τιμωρία, μέχρι να βουίξει το κεφάλι του, να σιχαθεί τον ίδιο του τον εαυτό και να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να κοιμάται και να πηγαίνει σ’ αυτήν τη δουλειά.

Γι’ αυτό δεν έχει καμία επαναστατικότητα η γαϊδουροσύνη. Η διασκέδαση που εκθέτει καθημερινά έναν χαμηλόμισθο εργάτη ή μια υποαμειβόμενη υπάλληλο στον ιό, σε αχρείαστο άγχος, στην επίπληξη ή στην απόλυση είναι διασκέδαση σε βάρος τους. Δεν «αγοράζουμε» τον άλλον άνθρωπο όταν καταναλώνουμε την υπηρεσία που προσφέρει. Δεν αγοράζεται το δικαίωμα να φέρεσαι απαίσια, αν και προφανώς πιστεύουμε ότι αγοράζεται κάθε φορά που αφήνουμε άλλους να μας πληρώνουν, για να μας κάνουν απαίσια πράγματα, ή κάθε φορά που ενεργούμε με βάση το δόγμα «πληρώνω, κάνω όπως μου ’ρθει».
 
Δεν πλήττεται κανένα κατεστημένο όταν αρρωσταίνει αυτός ή αυτή που φτιάχνει καφέδες, επειδή «πνίγεται» το μωρό αν βάλει τη μάσκα για να πάει τουαλέτα ή επειδή καταπιέζεται, αν δεν σηκωθεί να μιλήσει φωναχτά όρθιο. Μπορούμε όλοι και όλες να φανταστούμε τι ιατρική περίθαλψη έχει αυτός που σφουγγαρίζει τα μπαρ τα Σάββατα ή αυτή που σκανάρει πιστοποιητικά στο σινεμά.  

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Βίβιαν Στεργίου

Lifo.gr