Ο μονόδρομος του διαλόγου...

Παρ' ότι με μεγάλη ευκολία δημοσιολόγοι, πολιτικοί εκπρόσωποι και ΜΜΕ φόρεσαν τις στολές παραλλαγής τους και στο τελευταίο επεισόδιο τουρκικής προκλητικότητας, είναι ηλίου φαεινότερο ότι η...

κατάληξη της μακρόχρονης ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης για τα όρια της κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο είναι ο διπλωματικός διάλογος και η διευθέτηση της όποιας διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Πέρα από τους υπερπατριωτικούς βερμπαλισμούς και τη ρητορική υποκρισία, αυτή είναι η βαθύτερη παραδοχή που διαπερνά τον σκληρό πυρήνα όλου του πολιτικού συστήματος, ανεξάρτητα από τις θορυβώδεις και γραφικές εξαιρέσεις του. Αυτή υπήρξε στην ουσία η ρεαλιστική στρατηγική όλων των κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες, ανεξάρτητα από το πόσο επιδέξια υπηρετήθηκε ή πόσο τυχοδιωκτικά υπονομεύτηκε στο όνομα βραχυπρόθεσμων πολιτικών κερδών.

Και αυτή είναι η υπόδειξη της διεθνούς κοινότητας –αυτού του εξιδανικευμένου συνονθυλεύματος ετερόκλητων, ιδιοτελών και αντικρουόμενων γεωπολιτικών συμφερόντων–, της οποίας τη διαιτησία και διαμεσολάβηση όλοι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, επικαλούνται έναντι της προκλητικής τουρκικής ηγεσίας.

Αλλά αυτοί οι διεθνείς εταίροι και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, που με τόση προσδοκία και απαιτητικότητα κυβέρνηση και αντιπολίτευση επικαλούνται, ασχέτως με το πόσο ειλικρινείς σύμμαχοι της χώρας είναι, λένε περίπου το ίδιο πράγμα: κάνετε διάλογο και καταλήξτε σε συμφωνία.

Το πρόβλημα είναι ότι σε στιγμές γεωπολιτικής έντασης και στρατιωτικού πολέμου νεύρων το να μιλά κανείς για διάλογο και επίλυση διαφορών με όρους διεθνούς δικαίου, άρα και με τις διαδικασίες που αυτό προβλέπει, θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως και καταγγέλλεται ως ενδοτισμός. Ακόμη και από μέρος της Αριστεράς, της οποίας ο πατριωτισμός πρέπει να περνά πάντα από το φίλτρο της ειρήνης και της δίκαιης συνδιαλλαγής.

Κι όμως, ισχύει το αντίθετο. Το αντίδοτο στη στρατιωτική ένταση είναι η διπλωματία. Και η αποτελεσματικότερη αποτρεπτική ισχύς δεν είναι η κολακεία της στρατοκρατίας και των εξοπλιστικών ανταγωνισμών, αλλά η ρεαλιστική διαπραγμάτευση. Αρκεί να ξέρουμε τι διαπραγματευόμαστε, ποια αληθινά –και όχι φαντασιακά– κυριαρχικά δικαιώματα υπερασπιζόμαστε, ποιους συμβιβασμούς είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε.

Οπως, άλλωστε, απέδειξε και η Συμφωνία των Πρεσπών, ο διάλογος μακροπρόθεσμα ωφελεί ακόμη κι αυτούς που τον πολέμησαν με πάθος, στο όνομα ενός υποκριτικού πατριωτισμού. Τι θα έκανε, άραγε, η κυβέρνηση της Ν.Δ. αν, στην καθολική κρίση που αντιμετωπίζει, είχε ανοιχτό και το μέτωπο της Βόρειας Μακεδονίας;...

efsyn.gr