Αγνοεί επιδεικτικά τους θεσμικούς παράγοντες ο Μ. Χρυσοχοΐδης...


Αντα Ψαρρά 
«Είμαι περήφανος και χαίρομαι που επιτέλους η χώρα αναπνέει σήμερα πέρα από κραυγές και ανορθολογισμούς» δήλωσε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη για το χουντικής κοπής νομοθέτημά του. Ο ίδιος επικαλείται τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ίδια στιγμή πετάει στον κάλαθο των αχρήστων τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις τους.
Δεν κόπηκε η χαρά του κ. Χρυσοχοΐδη ούτε όταν ...


διάβασε -αν διάβασε- την έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, ούτε όταν διάβασε -αν διάβασε- τις δύο παλιότερες του ΣτΕ (2001 και 2013), ούτε με την ανακοίνωση των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, ούτε με την ανακοίνωση της Ελληνικής Eνωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ούτε καν με την ανακοίνωση της Eνωσης Εισαγγελέων Ελλάδας σχετικά με το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις.

Με τη χαρά του να φτάνει στην κορύφωσή της όταν το ΚΙΝ.ΑΛΛ. αποφάσισε να συνταχθεί με το χουντικό νομοσχέδιο, ο υπουργός κατά τη χθεσινή τοποθέτησή του στη Βουλή δήλωσε περήφανος και χαρούμενος «που επιτέλους η χώρα αναπνέει σήμερα πέρα από κραυγές και ανορθολογισμούς», δύο ημέρες μάλιστα μετά τον πλήρη διασυρμό του ίδιου και των δύο ακόμη υπουργών που μίλησαν σε συνεδρίαση επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου και δέχτηκαν τα πυρά ολόκληρου του δημοκρατικού φάσματος.



Ο δρόμος του κ. Χρυσοχοΐδη προς την αγκαλιά της πιο σκληρής Δεξιάς έχει ξεκινήσει προ πολλού και σήμερα πλέον, ως ο βασιλικότερος του βασιλέως, επιχειρεί να πείσει ότι όλα όσα κάνει γίνονται από σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς. Το ότι πέταξε στο καλάθι των αχρήστων όλες τις αντιρρήσεις των θεσμών αυτών, κρατώντας μόνο τη λογική της βίας και της καταστολής, προδιαγράφει καθαρά τι θα επακολουθήσει από τον επικεφαλής του υπερυπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Πολύ περισσότερο όταν έχουν προηγηθεί, με απόφαση της κυβέρνησης, οι αλλαγές του νέου Ποινικού Κώδικα όπου μεταξύ άλλων θεσπίστηκε στην ουσία άλλος ένας «αντιτρομοκρατικός» νόμος με χρήση απολύτως αόριστων εννοιών, όπως «έγκλημα γενικής διακινδύνευσης».

Παράλληλα, κάθε «έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης», όπως είναι ακόμη και η «διέγερση σε ανυπακοή», η «πρόκληση για την τέλεση εγκλήματος», η «διατάραξη της κοινής ειρήνης», η «απειλή διάπραξης εγκλημάτων», η «διασπορά ψευδών ειδήσεων» ή η «προσβολή συμβόλων ή τόπων ιδιαίτερης εθνικής ή θρησκευτικής σημασίας» μπορεί, τελούμενο με τον τρόπο και τον σκοπό που περιγράφεται στο άρθρο 187Α, να στοιχειοθετήσει έγκλημα τρομοκρατίας. Τι λένε, όμως, οι θεσμικοί παράγοντες, αλλά η κυβέρνηση αδιαφορεί;

1. Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της επί του νομοσχεδίου ουσιαστικά διαπιστώνει σωρεία διατάξεων που αντιτίθενται στο Σύνταγμα (άρ. 11, δικαίωμα του συνέρχεσθαι), σε άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύµβασης Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, στον Χάρτη Θεµελιωδών Δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΧΘΔΕΕ), σε άρθρο του Διεθνούς Συµφώνου για τα ατοµικά και τα πολιτικά δικαιώµατα και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Οπως διαπιστώνει η έκθεση:
● Η µη γνωστοποίηση συνάθροισης δεν µπορεί να αποτελεί νόµιµο έρεισµα για τη διάλυσή της. Οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις, χωρίς προηγούμενη άδεια, απολαύουν συνταγματικής προστασίας και δεν μπορούν να διαλυθούν με το πρόσχημα της μη γνωστοποίησης.

● Χωρίς χρησιμότητα κρίνεται ο ορισμός του διοργανωτή εφόσον αφενός η διαφύλαξη της δηµόσιας τάξης και των αγαθών των πολιτών αποτελεί συνταγµατική υποχρέωση του κράτους και αφετέρου το δικαίωµα του συνέρχεσθαι αποτελεί ατοµικό δικαίωµα και δεν τελεί υπό τη διαχειριστική εξουσία ορισµένων προσώπων στα οποία ο νόµος προσδίδει την ιδιότητα του οργανωτή.

● Η άσκηση του δικαιώµατος συνάθροισης δεν εξαρτάται από την αναγκαία αναγνώριση στον προσκαλούντα αντίστοιχων γενικών οργανωτικών ή καθοδηγητικών εξουσιών.

● Η ευθύνη εκ µέρους των οργανωτών υφίσταται µόνον εφόσον έχουν προσωπικά και εσκεµµένα υποκινήσει, προκαλέσει ή συµµετάσχει σε πραγµατική ζηµία ή διατάραξη.

● Αν µία συνάθροιση εξελιχθεί σε σοβαρή δηµόσια διατάραξη, είναι ευθύνη του κράτους, όχι του οργανωτή, εκπροσώπου ή επιµελητή της συνάθροισης, να περιορίσει τη ζηµία που προκαλείται. Οι οργανωτές και οι εκπρόσωποι της συνάθροισης δεν πρέπει σε καµία περίπτωση να υποχρεούνται να πληρώνουν για ζηµιές που προκλήθηκαν από άλλους συµµετέχοντες σε µια συνάθροιση (εκτός εάν τις υποκίνησαν ή άλλως τις προκάλεσαν άµεσα).

● Η απαγόρευση δηµόσιας συνάθροισης πρέπει να αιτιολογείται βάσει σοβαρού κινδύνου, ενώ δεν είναι ανεκτή αν οι επικείµενοι κίνδυνοι µπορούν να αποτραπούν µε άλλα, ηπιότερα, µέσα, η µη τήρηση των οποίων µπορεί να οδηγήσει σε διάλυση της συνάθροισης

● Η απαγόρευση αποτελεί το έσχατο µέτρο που λαµβάνεται, δηλαδή μόνο όταν δεν µπορούν να επιβληθούν άλλα µέτρα.

● Η άνευ όρων απαγόρευση «αντιδιαδηλώσεων» συνιστά ιδιαίτερα επαχθές µέτρο που απαιτεί συγκεκριµένη αιτιολόγηση, ιδίως όταν η συνάθροιση σχετίζεται µε ζήτηµα δηµοσίου συµφέροντος.

2. Οι δύο γνωμοδοτήσεις του ΣτΕ (το 2001 και το 2013 με αφορμή το Π.Δ. Δένδια). Το Συμβούλιο της Επικρατείας «διατυπώνει τη θέση ότι μόνο οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που συνδέονται με τον κίνδυνο της δημόσιας ασφάλειας και τον κίνδυνο υπέρμετρης διατάραξης της κοινωνικο-οικονομικής ζωής μιας πόλης επιτρέπονται. Αυτό σημαίνει πως το ΣτΕ νομικά έχει ήδη κρίνει πως όποιο νομοσχέδιο υπερβαίνει τους περιορισμούς που προβλέπει το Σύνταγμα είναι κατά τεκμήριο και εξ ορισμού κατάφωρα αντισυνταγματικό».

3. Σύμφωνα με τη Συντονιστική Επιτροπή των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος:

● Είναι θεμελιώδους σημασίας η προστασία που παρέχει το άρθρο 11 του Συντάγματος για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και τη διενέργεια δημόσιων συναθροίσεων. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, καταλείπονται στον κοινό νομοθέτη στενά περιθώρια για τη ρύθμιση της άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος και ιδίως για τον περιορισμό του.

● Η προληπτική πλήρης απαγόρευση των συναθροίσεων με απόφαση Αστυνομικής ή Λιμενικής Αρχής πλήττει τον πυρήνα του δικαιώματος και βρίσκεται εκτός συνταγματικού πλαισίου.

● Οι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος σε οποιαδήποτε φάση της συνάθροισης και ενόψει της απαιτούμενης στάθμισης που επιβάλλει η σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και αφετέρου του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, πρέπει να γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων, διαταράσσεται δυσανάλογα η οικονομική ζωή ώστε να θεωρείται η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος προδήλως καταχρηστική.

● Η παράβαση των νόμιμων υποχρεώσεων του οργανωτή μιας συνάθροισης δεν μπορεί να συνεπάγεται αντικειμενική ποινική ή αστική ευθύνη του, καθώς τούτο έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ενοχής και της υπαιτιότητας.

4. Για την Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η ύπαρξη ορίων από τον νόμο είναι αναγκαία προς κάθε κατεύθυνση. Το σχέδιο νόμου για τη ρύθμιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, που κατατέθηκε προς ψήφιση χωρίς να έχει προηγηθεί ο αναγκαίος θεσμικά διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, παρά τις βελτιώσεις που έγιναν, συνεχίζει να έχει προβληματικές πλευρές.

Είναι σίγουρα αδιαμφισβήτητα θετικό ότι με τις νομοτεχνικές βελτιώσεις που έγιναν απαλείφθηκαν οι διατάξεις που προέβλεπαν την τιμωρία με ποινή φυλάκισης των συμμετεχόντων σε απαγορευμένη συγκέντρωση αλλά και όσων δεν συμμορφώνονται με τους περιορισμούς που επιβάλλει η αστυνομία. Ωστόσο, το σχέδιο νόμου δεν εξειδικεύει τους όρους υπό τους οποίους είναι δυνατή η απαγόρευση της δημόσιας συγκέντρωσης σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 11 παρ.2 του Συντάγματος.

Ιδίως σε σχέση προς τις αυθόρμητες συναθροίσεις, τίθεται σε αμφιβολία το τεκμήριο της νομιμότητας αυτών, καθώς κατά τη σχετική διατύπωση του σχεδίου επιτρέπονται «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Περαιτέρω, η διάταξη που εισάγει ένα είδος «αντικειμενικής» αστικής ευθύνης του οργανωτή της συγκέντρωσης για τις ζημίες που τυχόν θα προκληθούν κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με την ΕΣΔΑ, καθώς συνιστά σοβαρό κίνδυνο και συνεπώς αντικίνητρο για τη διοργάνωση κάθε ειρηνικής συνάθροισης [...]

Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι το σχέδιο νόμου, ενώ προβλέπει ρητά τη δυνατότητα της αστυνομίας να διαλύει τις συγκεντρώσεις, δεν θέτει όρια στη δράση της αστυνομίας απαγορεύοντας ή οριοθετώντας ρητά τα μέσα διάλυσης των συναθροίσεων, για παράδειγμα τη χρήση δακρυγόνων, των οποίων η μαζική χρήση κατά τα προηγούμενα χρόνια έχει υπάρξει αντικείμενο βάσιμης κριτικής και είναι υπεύθυνη για σοβαρές βλάβες της υγείας πολλών διαδηλωτών.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για σχέδιο νόμου που προσβάλλει σημαντικές πλευρές του συνταγματικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι, θέτοντας περισσότερα όρια στη δράση των πολιτών και λιγότερα στη δράση της αστυνομίας. Ομως η εμπειρία έχει δείξει ότι η ύπαρξη ορίων είναι απαραίτητη προς κάθε κατεύθυνση.

5. Η επιστολή της Ενωσης Εισαγγελέων προς τον υπουργό:

Από το έτος 1834 με το άρθρο 276 του «Οργανισμού των Δικαστηρίων» είχε θεσπιστεί ότι τα έργα του δικαστή είναι ασυμβίβαστα με κάθε άλλη διοικητική, εκκλησιαστική, στρατιωτική υπηρεσία, τούτο δε, πέραν των προϊσχυσάντων Ελληνικών Συνταγμάτων, επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 89 του Συντάγματος όπου καθιερώνεται γενική απαγόρευση στους δικαστικούς λειτουργούς για κάθε άλλη παροχή μισθωτής υπηρεσίας ή επαγγέλματος ή οιασδήποτε φύσεως διοικητικών καθηκόντων πέραν της εκλογής τους σε μέλη ΔΕΠ, ΑΕΙ ή συμμετοχής τους σε επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα καθώς και συμμετοχής τους σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και σε εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς.

[...] Ειδικότερα επί του άρθρου 25 όπου ορίζονται οι αρμοδιότητες των εισαγγελικών λειτουργών ως ιδιαίτερου κλάδου δικαστικών λειτουργών, που περιβάλλονται και εκείνοι με τις εγγυήσεις των άρθρων 87 επ. του Συντάγματος, δεν περιλαμβάνεται αρμοδιότητα παράστασης εισαγγελέα επί δημόσιων συναθροίσεων ή στην Επιτροπή που συγκροτείται για τη διάλυση της δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης καθόσον οι αρμοδιότητες των ανωτέρω επιτροπών δεν είναι πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα [ΓνωμΕισΑΠ 8/2002].

Συνεπώς σε περίπτωση που τεθεί ζήτημα θεσμοθέτησης υποχρεωτικής παρουσίας εισαγγελικού λειτουργού σε χώρο υπαίθριας συνάθροισης με αναφορά σε αρμοδιότητες επιχειρησιακής οργάνωσης ή διάλυσης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, θα πρόκειται για ρύθμιση με εγγενή ασυμβατότητα προς τα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος [...]

Ασφαλώς οι εισαγγελικές αρμοδιότητες εποπτείας των αστυνομικών και λοιπών προανακριτικών αρχών σχετικά με την πρόληψη και δίωξη των εγκλημάτων και την τήρηση της δημόσιας τάξης εξακολουθούν να ασκούνται και στην περίπτωση δημόσιων συναθροίσεων.

Για την άσκηση αυτών των καθηκόντων δεν απαιτείται φυσική παρουσία του εισαγγελέα στον χώρο της συνάθροισης αλλά αρκεί η συνεννόηση διά τηλεπικοινωνίας με τον εποπτεύοντα της αστυνομικής ή άλλης προανακριτικής αρχής, εάν δε ο διευθύνων την Εισαγγελία εισαγγελέας Πρωτοδικών κρίνει την παρουσία εισαγγελικού λειτουργού απαραίτητη, θα αποφασίσει αναλόγως πάντα στο πλαίσιο της εποπτείας και πρόληψης εγκλημάτων και σε συνεννόηση με τις αρμόδιες προανακριτικές αρχές.

Συνεπώς το ήδη ισχύον νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο και αντιστοιχεί πλήρως στο προτεινόμενο άρθρο 11 του σχεδίου νόμου που ομιλεί για ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα Πρωτοδικών, ως μόνη δε θεμιτή βελτίωση θα μπορούσε να προστεθεί η μνεία ότι η επικοινωνία με τον εισαγγελέα γίνεται άμεσα και με κάθε πρόσφορο τεχνικό μέσον.

Πηγή:efsyn.gr