Ύφεση και βαρβαρότητα...


Το ελληνικό πρόβλημα είναι το κατά πόσον το έθνος θα μπορέσει να επιβιώσει σαν έθνος πολιτικό ή θα μεταμορφωθεί σε έθνος...
υπηρετών της τουριστικής βιομηχανίας που θα μιλά ελληνικά, θα ζει σε μια επαρχία της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης, όπου η δημοκρατία θα αφήνει τη θέση της στον αυταρχισμό και ο ουμανισμός στη βαρβαρότητα*.

Οι σκέψεις αυτές στριφογυρίζουν σαν εφιάλτες στο κεφάλι των ανθρώπων που αγωνιούν για το μέλλον και που παρακολουθώντας τη στάση και τις επιλογές των πολιτικών τους ηγεσιών, φοβούνται ακόμα περισσότερο για όσα έρχονται. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν και τόσο άδικο. Είναι ανησυχητικό να διαπιστώνεις ότι, μπροστά σε μία πρωτόγνωρη ύφεση, πιο βίαιη από αυτήν των Μνημονίων και πιο ισοπεδωτική από αυτήν που σχεδίασαν το ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ ΔΝΤ, οι πληρεξούσιοι της Γερμανίας γραφειοκράτες της Ε.Ε. και η κατ’ επίφαση ανεξάρτητη ΕΚΤ, οι αρχηγοί των ελληνικών κομμάτων αναλίσκονται σε θέματα που δεν έχουν καμία σχέση με την εξαθλίωση που βρίσκεται καθ’ οδόν.

Είναι εξοργιστικό να παρακολουθείς τις ηγεσίες να εξαπολύουν κατηγορίες που αφορούν τη διαχείριση των κοινών στη λογική τού «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Είναι ανησυχητικό να διαπιστώνεις από τη μία πλευρά την πλειοδοσία προς τους «επενδυτές» και από την άλλη την ανερυθρίαστη επίδειξη παντογνωσίας και την αμεριμνησία για το γεγονός ότι ο χειμώνας του 2020 μπορεί να γραφεί με ανεξίτηλη γραφή στη μαύρη βίβλο της ανέχειας.

Προφανώς τα κομματικά επιτελεία αισθάνονται τόσο ισχυρά και τόσο σίγουρα για τις ικανότητά τους να διαχειριστούν τα συναισθήματα απαξίωσης που ξυπνούν σε εκατοντάδες χιλιάδες –μπορεί και εκατομμύρια– ανθρώπους, ώστε να μην ανησυχούν για μία πιθανή δυναμική αντίδρασή τους. Συμπεριφέρονται σαν τους ναυαγοσώστες που τσακώνονται στην παραλία, την ίδια στιγμή που ένας άνθρωπος κινδυνεύει να πνιγεί σε ένα μέτρο νερό.

Από την αλαζονική αυτή στάση, προκύπτει το συμπέρασμα ότι στο μυαλό των πολιτικών ηγεσιών το μέλλον της χώρας είναι προδιαγεγραμμένο και αναπότρεπτο: μία επαρχία που θα μιλά ελληνικά –αγγλικά όταν υπηρετεί την τουριστική βιομηχανία–, θα διοικείται με αυταρχισμό και θα διευθύνεται από ανθρώπους που θεωρούν τον ουμανισμό ξεπερασμένο και τη βαρβαρότητα επιβεβλημένη. Μόνο σε μία τέτοια κοινωνία οι επικεφαλής δεν ενδιαφέρονται ούτε για εκείνους που αντιδρούν στο συστηματικά οργανωμένο ξεπούλημα της ήδη υποθηκευμένης δημόσιας περιουσίας ούτε για τα θύματα της ανισότητας.

Προτεραιότητά τους είναι η αποθέωση των «επενδυτών» και η επιβράβευση όλων εκείνων που συντηρούν και διευρύνουν τις ανισότητες, αδιαφορώντας για το πεινασμένο παιδί και τον ξεσπιτωμένο γέροντα που έβαλε υποθήκη το σπίτι του για να βοηθήσει το παιδί του. Ομως, σε μία κοινωνία που τα προβλήματα λύνονται με αυταρχισμό και βαρβαρότητα, η μείζονα απειλή αφορά στην ίδια τη δημοκρατία.

Με τα σκάνδαλα να αιωρούνται, τη λάσπη να απλώνεται, τις κασέτες να παίζουν σε επιλεκτικά κασετόφωνα, την κοινωνική ευαισθησία να μετονομάζεται σε φιλανθρωπία, την αξιοπρέπεια να μη θεωρείται αυτονόητη αρετή και την ενδοτικότητα να βαπτίζεται ρεαλισμός, ο μέσος Ελληνας δέσμιος οδηγείται σε ένα μείζον δίλημμα: συμβιβασμός ή επιβίωση. Ενα δίλημμα που γνωρίζει ότι ούτε του αρμόζει ούτε του αξίζει, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι παρά τα λάθη του τόσο ο ίδιος όσο και οι πρόγονοί του αγωνίστηκαν για να ξεφύγουν από τις τρώγλες και τους λασπόδρομους.

Οι άριστοι όλων των πολιτικών αποχρώσεων θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι κανένας λαός δεν ανέχεται τους... ηγεμόνες. Οση υπομονή, όσους συμβιβασμούς όσες υποχωρήσεις και αν κάνουν οι άνθρωποι, στο τέλος αντιδρούν στη λιβρέα του υπηρέτη, στην απαξίωση των αφεντάδων και στη βαρβαρότητα των υποτακτικών τους. Η μοναδική περίπτωση να αφήσουν την πρόκληση αναπάντητη είναι αν ενστερνιστούν τη λογική του αντιπάλου. Ισως γι’ αυτό έπεσαν τόσα εκατομμύρια σε ΜΜΕ.

* Πρόκειται για παράφραση κειμένου που έγραψε τον Δεκέμβριο του 1968 ο Τσεχοσλοβάκος Karel Kosic στην εφημερίδα «Listy». Αναφέρεται από τον François Fetjo («Histoire des Democraties populaires», τ. 2) ως εξής:

«[...] στο πολιτικό παιγνίδι ηττημένος είναι εκείνος που αφήνει να του επιβληθεί η στάση του άλλου και κρίνει τις πράξεις του με τα μάτια του αντιπάλου. [...] Το τσέχικο πρόβλημα είναι κατά πόσον το έθνος θα μπορέσει να επιβιώσει σαν έθνος πολιτικό [...] ή θα μεταμορφωθεί σε έθνος παραγωγών ατσαλιού και σιτηρών, που θα μιλάει τσέχικα και σλοβάκικα, θα ζει σε μια επαρχία στρατηγικού ενδιαφέροντος, όπου η δημοκρατία θα αφήνει τη θέση της στον φασισμό και ο ουμανισμός στη βαρβαρότητα...»...

Γιάννης Σιώτος*

* δημοσιογράφος, συγγραφέας

efsyn.gr