Θα φέρει ο κορονοϊός το τέλος του νεοφιλελευθερισμού;...

Αρκετοί, βλέποντας τις κυβερνήσεις να παίρνουν έκτακτα μέτρα στήριξης των οικονομιών και δεξιούς πολιτικούς να ομνύουν υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας, έσπευσαν να ανακηρύξουν την πτώση του...

νεοφιλελευθερισμού. Είναι όμως, τόσο απλή υπόθεση η κατάρρευση ενός ολόκληρου συστήματος κυβερνητικότητας που μετρά τέσσερις δεκαετίες ζωής...
και που δεν είναι απλώς μια ιδεολογία των ελίτ, αλλά υλική πραγματικότητα η οποία, εκτός από την παραγωγική και τη χρηματιστική σφαίρα, οργανώνει και τις ζωές δισεκατομμυρίων ανθρώπων;

Ωστόσο, τα πακέτα οικονομικής ενίσχυσης, η ποσοτική χαλάρωση από τις κεντρικές τράπεζες, η επίταξη ιδιωτικών νοσοκομείων (αυτό έγινε στην Ισπανία, όχι εθνικοποίηση), ακόμη και η κρατικοποίηση εταιρειών που είναι στα πρόθυρα πτώχευσης (πχ. αεροπορικές) δεν προμηνύουν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού, ούτε καν τη σοβαρή αμφισβήτησή του. Για δύο ουσιαστικούς λόγους.

Πρώτον, διότι ανάλογες κρατικές παρεμβάσεις συνοδεύουν τον νεοφιλελευθερισμό σε όλη την ιστορία του, ιδίως κάθε φορά που ξεσπά μια κρίση, όπως το 2008, όταν το αμερικανικό κράτος πρακτικά εθνικοποίησε την αυτοκινητοβιομηχανία προκειμένου να τη σώσει. Δεύτερον, διότι δεν αντίκεινται στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής, ο οποίος συνίσταται στην οργάνωση της οικονομίας (και κατ’ επέκταση, του συνόλου της ζωής) στη βάση του ανταγωνισμού.

Όσο δεν αμφισβητείται αυτή η αρχή, μικρή σημασία έχει η νομική μορφή της ιδιοκτησίας – ιδιωτική ή κρατική – η οποία άλλωστε, πολύ εύκολα μπορεί να εναλλάσσεται. Έτσι, όταν υποχώρησε η κρίση, η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία πέρασε και πάλι (αθόρυβα) σε ιδιωτικά χέρια. Γιατί σε πείσμα της αγοραίας αντίληψης, ο νεοφιλελευθερισμός δεν εχθρεύεται την κρατική παρέμβαση, τουναντίον, την έχει συνεχώς ανάγκη, τόσο για να επικρατήσει, όσο και για να διαχειριστεί τις κρίσεις του.

Ούτε έχει πρόβλημα να χρησιμοποιήσει και κατ’ εξοχήν κεϋνσιανά μέτρα. Είναι όμως, ένας κεϋνσιανισμός για τους πλούσιους, όπως το 2008, που οι τράπεζες διασώθηκαν με δημόσιο χρήμα, χωρίς να περάσουν στον έλεγχο του δημοσίου και πολύ περισσότερο, δίχως να αλλάξουν πολιτική δανειοδότησης. Ενώ τα χρήματα που τυπώνονται αφειδώς από τις κεντρικές τράπεζες, κατευθύνονται ως επί το πλείστον στις τράπεζες, τις μεγάλες εταιρείες και τους επενδυτές (για αυτό είδαμε τα προηγούμενα χρόνια το μεγάλο ράλι στις χρηματιστηριακές αγορές) και όχι στην «πραγματική» οικονομία, πόσο μάλλον, στους εργαζομένους, οι οποίοι ουδέποτε ανέκαμψαν από την ύφεση.

Ασφαλώς, πολλά θα εξαρτηθούν από τη χρονική διάρκεια και το βάθος της σημερινής κρίσης. Αν η παγκόσμια καραντίνα κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, η αναταραχή στην οικονομία θα είναι τεράστια και θα απαιτηθούν πιο βαθιά μέτρα για να ανταπεξέλθει. Ακόμα και έτσι όμως, δύσκολα θα δούμε αλλαγή συστημικού παραδείγματος, καθώς απουσιάζουν ορισμένες ουσιαστικές πολιτικές προϋποθέσεις.

Η σημαντικότερη είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει ένα μαζικό διεθνές ανταγωνιστικό κίνημα που να διεκδικεί να οργανώσει την οικονομική και κοινωνική ζωή σε διαφορετική βάση, σύμφωνα με τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι το κέρδος. Αλλά ούτε και ισχυρό αντίπαλο δέος, όπως ο υπαρκτός σοσιαλισμός, που πιέζει τις ελίτ να κάνουν παραχωρήσεις στις λαϊκές τάξεις.

Επιπλέον, η παραγωγή θα συνεχίσει να είναι υπερδιεθνοποιημένη και το χρηματοπιστωτικό σύστημα ακόμη περισσότερο. Άρα οι δυνατότητες των μεμονωμένων κρατών να σχεδιάζουν την οικονομία τους σε εθνικό πλαίσιο και με διαφορετικά κριτήρια από εκείνα της ανταγωνιστικής μείωσης του κόστους, αγνοώντας δηλαδή, την πίεση της παγκόσμιας αγοράς, θα παραμείνει περιορισμένη.

Τέλος, για να έχουμε μια εικόνα των ιστορικών χρονικοτήτων, η προηγούμενη αλλαγή παραδείγματος, από το laissez faire, στον κεϋνσιανισμό και το στιβαρό κοινωνικό κράτος, χρειάστηκε σχεδόν δύο δεκαετίες για να παγιωθεί, όπου μεσολάβησαν μια τεράστια κρίση (του ’30), ένας παγκόσμιος πόλεμος και η διαρκής απειλή του κομμουνισμού και του (ψυχρού) πολέμου...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ

Δημήτρης Τσίρκας
Πηγή: thepressproject.gr