Οικονομικές αβεβαιότητες και απειλές του κορονοϊού...

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΡΧΟΜΕΝΗ, και για ορισμένες χώρες (π.χ. Ελλάδα) οδυνηρή δεκαετία 2010-2019 της οικονομικής κρίσης-ύφεσης και της όξυνσης της κλιματικής αλλαγής, η διεθνής οικονομία και η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζουν από τους πρώτους μήνες του 2020 την πανδημία του κορονοϊού (μοναδικός ιός με μοναδικά χαρακτηριστικά- ΠΟΥ, 2020), την οποία σύμφωνα με τους ειδικούς λοιμωξιολόγους «η ανθρωπότητα δεν...

θα ξεχάσει ποτέ».

Στην προοπτική αυτή, η διεθνής επιστημονική και πολιτική-οικονομική κοινότητα επιδιώκει, πάση θυσία, τον έλεγχο της ταχύτητας διασποράς του συγκεκριμένου ιού. Στις συνθήκες αυτές αξίζει να σημειωθεί ότι από τις πρώτες εβδομάδες εμφάνισης του κορονοϊού στην Κίνα, οι οικονομικές αβεβαιότητες έχουν ήδη αρχίσει να αποδομούν την διεθνή οικονομία, σε βαθμό που την απειλούν σοβαροί κίνδυνοι μίας νέας παγκόσμιας ύφεσης.

ΟΜΩΣ, η εκτίμηση μίας παρατεταμένης μείωσης της κατανάλωσης, διακοπής της λειτουργίας ή υπολειτουργίας των επιχειρήσεων, μείωσης των εισοδημάτων, μείωσης των θέσεων εργασίας και αύξησης της ανεργίας, κ.λ.π., μπορεί να αποτελέσει για τις σχεδιαζόμενες οικονομικές πολιτικές μία σοβαρή πρόκληση αλλαγής στρατηγικής σε σχέση με αυτή που η διεθνής οικονομία επέλεξε για την αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008. Δηλαδή, της διατήρησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος χωρίς την υλοποίηση ουσιαστικών και διαρθρωτικών αλλαγών που οδήγησε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην αποδιάρθρωση της πραγματικής οικονομίας και στην αποσύνθεση της κοινωνίας, με την διεύρυνση της φτωχοποίησης του πληθυσμού σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις θα μπορούσαν επιπλέον να αποτελέσουν και παρενέργειες του κορονοϊού στην ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία. Κι αυτό γιατί η μονομερής αναφορά στην ρευστότητα της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως αποδεικνύεται με την παρέμβαση (3/3/2020) της Federal Reserve των ΗΠΑ (μείωση των βασικών επιτοκίων κατά 0,5% προκειμένου να προστατεύσει την οικονομία των ΗΠΑ από τις απειλές του κορονοϊού), έχει περιορισμένη επίδραση στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού. Ως εκ τούτου, η νομισματική πολιτική, όπως αποδείχθηκε στην χρηματοοικονομική κρίση του 2008, αδυνατεί από μόνη της να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας.

Η ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ αυτή σημαίνει ότι οι επιπτώσεις του κορονοϊού ( στην υγεία του πληθυσμού και στην πραγματική οικονομία) δεν απαιτούν τις ίδιες απαντήσεις με αυτές που απαιτούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές (M.Orange,2020). Aντίθετα, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίνα Λαγκάρντ στην πρώτη παρουσίαση της (12/3/2020) ανακοίνωσε ότι η πολιτική της αγοράς μετοχών, η οποία έχει οριστεί στο επίπεδο των 20 δισ. ευρώ τον μήνα, θα αυξηθεί κατά 120 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, δηλώνοντας ότι η αγορά αυτή κατά προτεραιότητα θα αφορά τους τίτλους των ιδιωτικών ομίλων και όχι τα κρατικά ομόλογα, πράγμα που αποδεικνύει την δογματική εμμονή της ΕΚΤ στην απομάκρυνση της από στρατηγικές δημόσιων πολιτικών.

Παράλληλα, πολιτικοί παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των κρατών-μελών, επικρίνοντας το πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού, υποστηρίζουν ότι θα αποφύγουν να επαναλάβουν τα λάθη που διέπραξαν κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Ομως, στην κατεύθυνση αυτή περιορίζονται να προτείνουν την αναγκαιότητα ταυτόχρονης άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ, σε βαθμό που να σκοπεύουν ( Α.Merkel,11/3/2020) την ανατροπή του κανόνα του μηδενικού ελλείμματος, προκειμένου, ανεξάρτητα από το πώς θα διαμορφωθεί το δημόσιο έλλειμμα, να διατεθούν οι αναγκαίοι πόροι για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορονοϊού.

Ομως, το γεγονός ότι η ΕΕ, στις συνθήκες της πανδημίας, προβάλλει την αλληλεγγύη της προς τα κράτη-μέλη (π.χ. Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Ελλάδα, κλ.π.) με τη επίδειξη κατανόησης στην παρέκκλιση από τους στόχους του δημοσιονομικού ελλείμματος, ουσιαστικά εκφράζει την υποκριτική της αντίληψη και στάση. Κι αυτό γιατί λησμονεί επιμελώς τις αποδεδειγμένα λανθασμένες και δογματικές της παρεμβάσεις, κατά την διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας 2010-2019, με όρους δημοσιονομικών περικοπών των κοινωνικών δαπανών και των δαπανών υγείας, οδηγώντας τα συστήματα υγείας σε δυσχερή λειτουργική κατάσταση, την στιγμή που η ευθύνη άσκησης κοινωνικών πολιτικών και πολιτικών υγείας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανήκει στο κράτος-μέλος.

ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, στην Ελλάδα οι μνημονιακές παρεμβάσεις των περικοπών και της λιτότητας οδήγησαν το σύστημα υγείας σε δύσκολη λειτουργική κατάσταση, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία από 1.388 ευρώ το 2009 σε 820 ευρώ κατ' άτομο το 2017. Ο προϋπολογισμός για την υγεία στην Ελλάδα το 2019 ανερχόταν σε 9,1 δισ. ευρώ, λίγο κάτω από 5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα η δέσμευση των δαπανών υγείας από δημοσιονομικούς περιορισμούς να συμβάλει στην συνεχή αύξηση των ιδιωτικών δαπανών υγείας των νοικοκυριών.

Στις συνθήκες αυτές, απαιτείται η άμεση μετατόπιση του κέντρου βάρους των πολιτικών της ΕΕ και των κρατών-μελών προς την κατεύθυνση των δημόσιων πολιτικών ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους και ειδικότερα των δημόσιων συστημάτων υγείας. Με την έννοια ότι οι πολιτικές ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου συστήματος υγείας, σε αντίθεση με την λανθασμένη άποψη της νεοφιλελεύθερης θεώρησης, δεν αποτελεί υπονόμευση στην λειτουργία των αγορών κεφαλαίου και χρήματος.

Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, πατήστε ΕΔΩ...