«Το παιδί δεν κάνει…»...

Η επάνοδος της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία και μάλιστα με αυτοδυναμία (η πρώτη εντός του χρόνου της κρίσης) είναι ένα...
γεγονός πολλαπλής σημασίας και σύνθετης σημειολογίας. Αφήνοντας κατά μέρος το θυμικό, οφείλουμε να αντιληφθούμε τους όρους με τους οποίους η επιλογή περιγράφει τόσο την κοινωνία όσο και την (σημερινή) αντιπολίτευση.

Ηδη οι πρώτες μέρες έχουν δώσει μια σειρά από αφορμές για αρθρογραφία και συμπυκνώσεις. Η παντελής έλλειψη γυναικών στο κυβερνητικό σχήμα, το απόλυτα συγκεντρωτικό και πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο..
.όσο σε σχέση με την κυβέρνηση και τους μηχανισμούς ελέγχου της από το Μαξίμου όσο και στη συγκέντρωση υπερεξουσιών στα χέρια του πρωθυπουργού, όπως ο έλεγχος της ΕΡΤ και της ΕΥΠ), η κυριαρχία των τεχνοκρατών στα υπουργικά πόστα, οι εξαγγελίες μεγέθυνσης της καταστολής και της επιτήρησης είναι θέματα που περιγράφουν το μέλλον της κυβέρνησης και τον δρόμο που μόλις άρχισε να χαράζει. Εδώ θα είμαστε να γράφουμε και να σχολιάζουμε.

Αυτό που πιστεύω πως έχει σημασία τώρα είναι να αναρωτηθούμε για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη συγκυρία -κυρίως- αποφεύγοντας τις υπεραπλουστεύσεις και τους εύκολους αφορισμούς.

Οι λόγοι μιας ήττας -ή, πιο σωστά, μιας σειράς διαδοχικών ηττών- δεν μπορεί να εδράζονται σε ένα αποκλειστικά λάθος ή σε μία και μόνο πολιτική. Η υπερφορολόγηση, οι κακοί χειρισμοί σε μια σειρά από θέματα, η παντελής έλλειψη κομματικής οργάνωσης σε τοπικό επίπεδο, η πολυσυλλεκτική θολούρα στελεχών και παλαιών κομματαρχών σε ένα έτσι κι αλλιώς θολό πλαίσιο, η αποφυγή συγκρούσεων και τομών σε σχέση με το παλαιό κατεστημένο, την Εκκλησία ή με συγκεκριμένους θύλακες και ομάδες συμφερόντων εντός των υπουργείων και των υπηρεσιών, το Μακεδονικό ως γεγονός που έκανε τους ακροδεξιούς να επιστρέψουν πίσω στη μαμά Νέα Δημοκρατία λόγω των χειρισμών της και μια σειρά από άλλα θέματα είναι παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

Τα στοιχεία αυτά θεωρώ πως εντάσσονται και οικοδομούν ένα ευρύτερο πλαίσιο που περιγράφει και τον πραγματικό λόγο της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει αφήγημα. Και δεν το λέω μόνο για τις μέρες πριν από τις εκλογές. Εννοώ ένα αφήγημα οριοθετημένο που θα μπορούσε να περιγράψει τόσο το σύνολο της διακυβέρνησής του στη δεύτερη θητεία του αλλά ταυτόχρονα και της προοπτικής του σε περίπτωση νίκης.

Αφού η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης για συνθηκολόγηση με τους θεσμούς όρισε το πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής και των πολιτικών σε μια σειρά από άλλους τομείς, το μόνο που έμεινε ήταν η διαφοροποίηση σε κοινωνικά θέματα, σε θέματα δικαιωμάτων και σε στοχευμένους τομείς όπως π.χ. η υγεία. Αυτό ίσως να αρκεί για να σε διαφοροποιήσει από προηγούμενες διαχειρίσεις, αλλά δεν αρκεί ώστε να οικοδομήσεις ένα αφήγημα. Πόσο μάλλον ένα αφήγημα που όχι μόνο θα πείσει τον ψηφοφόρο να σε επιλέξει άλλα θα κινητοποιήσει κόσμο δημιουργώντας ένα ρεύμα που θα υπερπηδήσει τη φθορά η οποία προκύπτει μέσα από μια κυβερνητική τετραετία.

Αντίθετα η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησαν τη στρατηγική αποδόμησης του αντιπάλου. Μια περιγραφή των πολιτικών που ασκήθηκαν στο παρελθόν και θα ασκηθούν στο μέλλον (και που όντως από τις πρώτες κιόλας μέρες φαίνεται πως θα ασκηθούν). Προσπάθησαν λοιπόν έτσι να περιγράψουν το βασικό τους επιχείρημα διακυβέρνησης εξ αντανακλάσεως του επιχειρήματος του αντιπάλου.

Οταν η ρητορική αυτή απέκτησε πρόσωπο (αυτό του σημερινού πρωθυπουργού) ο φόβος -όσο πραγματικός και αν είναι- άρχισε να ακούγεται σαν παραμύθι με κακούς λύκους. Το θέμα είναι πως το να αποδομείς ένα ήδη αποδομημένο πρόσωπο δεν σημαίνει πως δομείς το δικό σου. Αυτά τα ατελείωτα «έρχεται ο Κούλης», «το παιδί δεν κάνει» αποτέλεσαν εκλογική ταφόπλακα. Δεν αφαίρεσαν τίποτα από τον αντίπαλο, δεν πρόσθεσαν τίποτα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Κάνει δεν κάνει, ο Κούλης ήρθε. Και αυτό έγινε και με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ.

Θωμάς Τσαλαπάτης