Παλαιο- και Νεοπαλαιοκομματισμός - Πολύ σκληρός για να πεθάνει

Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Ο ολοκληρωτισμός είναι σαν ένα σκιάχτρο που πίνει το αίμα των ζωντανών και, από κει, γίνεται πραγματικό ενώ τα θύματά του επιζούν τα ίδια σαν όχλος περιοδευόντων πτωμάτων.»

K. Jaspers : Φιλοσοφικά και πολιτικά δοκίμια, εκδ. Αναγνωστίδης, Αθήνα, σελ. 94)



Η Μεγάλη Ευκαιρία ήρθε, όχι για το λαό, μα για την Αθλιότητα…

«Στην περίπτωση της Ελλάδας –και όχι μόνο της Ελλάδας- αντίπαλες δυνάμεις είναι : η δημοκρατική πλειοψηφία του λαού, που αγωνίζεται να λυτρωθεί από την κοινωνική καθυστέρηση, ν’ αποχτήσει γνήσια εθνική ανεξαρτησία και να πραγματοποιήσει το όραμα μιας αναγεννήσεως, μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας, της οικονομικής αναπτύξεως και της πνευματικής ανόδου. Στην άλλη πλευρά του λόφου υψώνει το φράγμα της μια....... υπερσυντηρητική ολιγαρχία, συνδεδεμένη με ξένα οικονομικά συμφέροντα και άρρηκτα εξαρτημένη από εναλλασσόμενες ξένες «Προστάτιδες Δυνάμεις»… Το ιδεολογικό της περίβλημα ποικίλλει κατά εποχές».

(Γιάννης Κάτρης : Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα : 1960-1970, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2010, σελ. 17-18)





Στη χώρα μας ως συνήθως πολλά πράγματα πάνε ανάποδα σαν τον κάβουρα. Π.χ. Αντί να χρεοκοπεί ο Παλαιοκομματισμός χρεοκοπεί η Δημοκρατία. Χρεοκοπούν επιχειρήσεις αφήνοντας πίσω τους πλούσιους επιχειρηματίες και κόκκινα δάνεια στις τράπεζες που θα κληθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να τα πληρώσει ο λαός.



Κάπως έτσι, πορευτήκαμε και στα χρόνια της Κρίσης, ακούγοντας τούτο το Μεγάλο Λόγο : να κάνουμε τη Κρίση Ευκαιρία, που πάει να πει : να τελειώνουμε με τον Παλαιοκομματισμό και να ξεκινήσει η Πολιτική από μια νέα Αρχή.



Όμως, ο «κάβουρας», αντί να κινηθεί, γι’ ακόμα μια φορά, προς τα Εμπρός, κινήθηκε προς τα Πίσω. Κι αντί να συνευρεθεί με το Νέο, συνευρέθηκε με το Παλιό.



Όμως : Αν υπήρχε, αν υπάρχει, κάποια δυνατότητα και πιθανότητα η Μεγάλη Κρίση να μετατραπεί σε Μεγάλη Ευκαιρία για το λαό, αυτή ήταν μονάχα μία : η Πατρίδα, να απαλλαγεί από τον Παλαιοκομματισμό, (και στη συνέχεια και από τον Νεοπαλαιοκομματισμό).



Ο Παλαιοκομματισμός αν μεταπολιτευτικά, για να περιοριστούμε μονάχα σ’ αυτή την περίοδο των έργων και των ημερών του, δεν επέτρεψε τον εκσυγχρονισμό και την καθόλου ανάπτυξη της χώρας, εδώ και καιρό οι συνέπειές του δεν περιορίζονται στον ρόλο της τροχοπέδης, αλλά πλέον δρα διαλυτικά ως κακοήθης καλπάζουσα νεοπλασία που κατατρώγει κάθε είδους διαθέσιμη ακόμα ικμάδα της χώρας και του έθνους, βυθίζοντάς το στην δομική και θεσμική οπισθοδρόμηση και περιθωριοποίηση.



Αυτή η Μεγάλη Ευκαιρία, αν γίνονταν, αν γίνει πραγματικότητα, τότε, όλες οι άλλες Μεγάλες Ευκαιρίες, (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, δημοκρατικές), θα ακολουθούσαν, θα ακολουθήσουν, ακριβώς, όμως, ΚΑΜΙΑ Μεγάλη Ευκαιρία για το λαό και τη Πατρίδα δεν πρόκειται να αδράξουμε, όσο κυκλοφορεί ελεύθερος ο Παλαιο- και Νεοπαλαιοκομματισμός.



Τι σημαίνει όμως «Μεγάλη Ευκαιρία»;



Μήπως, απλά, να γκρεμίσεις το Παλιό;



Αυτό είναι η αναγκαία, όμως όχι και η ικανή συνθήκη.



Προκειμένου να ικανοποιούνται και οι δύο «συνθήκες», (ικανή και αναγκαία), πρέπει στη θέση του Παλαιοκομματισμού, αυτό που θα χτιστεί, να μην χτιστεί με τα ίδια «υλικά» του καταρρεύσαντος Παλαιοκομματισμού, τουλάχιστον, όχι με τα πλέον σημαντικά «υλικά» του, μ’ εκείνα δηλαδή, που αποτελούσαν τον κύριο «φέροντα σκελετό» του.



Στην Ελλάδα της Μεγάλης Κρίσης, στην Ελλάδα των Μνημονίων, έγινε ακριβώς ό,τι χρειάζονταν για να μην γίνει πραγματικότητα το γύρισμα της σημαντικότερης Σελίδας του έθνους, τουλάχιστον στη Μεταπολιτευτική, αν όχι στη Μεταπολεμική περίοδο της χώρας, ό,τι χρειάζονταν για να μη συμβεί η Μεγάλη Ευκαιρία, για να επικυρωθεί η συνέχιση της κυριαρχίας του Παλαιοκομματισμού, και μάλιστα με ακόμα πιο «παλιά» όσο και «επαχθή» και «επονείδιστα» χαρακτηριστικά : με τα χαρακτηριστικά της πλήρους υποταγής του κυρίαρχου ελληνικού πολιτικού παλαιοκομματικού συστήματος σε ξένα κέντρα αποφάσεων, με την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, με τον υποβιβασμό της χώρας από το status του κυρίαρχου Κράτους στο status της αποικίας (που κατ’ ευφημισμόν μερίδα αυτού του συστήματος το αποκαλεί «αποικία χρέους», αντί του ορθού «αποικία με τα όλα του»), με την μετατροπή του σε όργανο κυριαρχίας αυτών των ξένων κέντρων, σε όργανο εξαθλίωσης και καταπίεσης του ίδιου του λαού, και την πλήρη υποστήριξη των συμφερόντων των δανειστών, με τρόπο που η σωτηρία αυτών των συμφερόντων, να συνεπάγεται την ολοσχερή εξαθλίωση και οικονομική καταστροφή της συντριπτικά πλειοψηφικής μικρομεσαίας τάξης, το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, την κατάργηση και εξευτελισμό της Συνταγματικής Τάξης της χώρας.



Δεν χρειάζεται παρά να ρίξουμε μια ματιά πάνω σε ποιες κομματικές ηγεσίες έχει εναποθέσει η Ελλάδα τις τύχες της στη πιο κρίσιμη καμπή της νεότερης Ιστορίας της. Ακόμα και οι «νέοι πολιτικοί» που ξεφύτρωσαν και ξεφυτρώνουν, τουλάχιστον στη περίπτωση εκείνων που αναπτύσσουν τη πολιτική τους δράση εντός του Παλαιο- και Νεοπαλαικομματισμού, δυστυχώς είναι μια μεγάλη απογοήτευση, όταν το μόνο προσόν που προβάλλουν είναι η ηλικία τους, ενώ την ίδια στιγμή, ο λόγος τους είναι τόσο ξύλινος, τόσο κομματικά και ιδεολογικά πακεταρισμένος και καθοδηγούμενος από τα non papers των κομμάτων τους που τους λένε τι να απαντούν στις ερωτήσεις που δέχονται στο δημόσιο διάλογο, όσο και ο λοιπός λόγος των πολιτικών δεινοσαύρων των κομμάτων στους κομματικούς σωλήνες των οποίων γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ή απλά εντάχθηκαν κάποια στιγμή.



Έτσι, αφού ο Παλαιο- και Νεοπαλαιοκομματισμός διασφάλισε όχι μονάχα τη ύπαρξή του μα και την πολιτική του κυριαρχία, τι βλέπουμε;



Βλέπουμε όλους εκείνους τους εκπροσώπους του Παλαιοκομματισμού, που θεωρούσαμε πως τέλειωσε η πολιτική τους καριέρα, αφού προηγούμενα κατέστρεψαν τη χώρα, να επανέρχονται σιγά-σιγά στο προσκήνιο, και μαζί με τον Νεοπαλαιοκομματισμό, να αρχίζουν να μας πουλάνε πάλι «σωτηρίες» και να ιδέες για την ανάπτυξη και προκοπή αυτής της χώρας.



Βλέπουμε τη Παλινόρθωση της Αναίδειας του Παλαιοκομματικού Λόγου, σε όλο του το μεγαλείο και με μεγαλύτερο ακόμα θράσος. Έτσι, ακούμε πως είναι τουλάχιστον ανιστόρητη, αν όχι αήθης, η αμφισβήτηση πως τάχατες είναι ο Παλαιοκομματισμός που ευθύνεται για την πορεία της χώρας στη Μεγάλη Κρίση που βιώνουμε, λες και δεν τα φάγαμε όλοι μαζί! Είμαστε ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΝΟΧΟΙ στα μάτια των αθώων και εντίμων Ευρωπαίων, και ιδίως του Βερολίνου. Όλοι μαζί τα φάγαμε, (διευρυμένο επιχείρημα, που διαδέχθηκε το αρχικό ότι τα φάγανε μονάχα οι δημόσιοι υπάλληλοι), τα φάγανε οι συνταξιούχοι, οι ταξιτζήδες, οι φορτηγατζήδες, και πάει και τέλειωσε η κουβέντα. Αυτό είναι το πόρισμα της Παλαιοκομματικής αλήθειας. Τώρα όλοι το κεφάλι κάτω, δουλειά και καινούργια μυαλά κατά πως τα καθορίζουν οι σωτήρες μας, μέσα σ' αυτούς και ο Παλαιοκομματισμός, που εξασφάλισε το πρώτο τραπέζι πίστα που χρόνια τώρα διατηρεί στην παράγκα του. Έτσι το πώς και γιατί φτάσαμε εδώ, θα απαντηθεί αποκλειστικά από τη Μνημονιακή Προπαγάνδα, μέσω των συστημικών ΜΜΕ, που οκτώ τώρα χρόνια προπαγανδίζουν τέτοιες αθλιότητες όπως η παραπάνω, και με πολύ έντεχνο τρόπο, παρότι και η χοντράδα δεν λείπει ενίοτε, προβάλλοντας τον Παλαιοκομματισμό (φυσικά η ίδια η λέξη είναι απαγορευμένη), μα και την ίδια τη φιλοσοφία της Γυμνής Δύναμης και των στρατηγικών της του Σοκ και δέους, ως τη μόνη «ρεαλιστική» πολιτική δύναμη που μπορεί να διαχειριστεί «αποτελεσματικά» τη Μεγάλη Κρίση, (δηλαδή : νεοφιλελεύθερα και σύμφωνα με τη «γερμανική συνταγή»), ενώ ο μόνος Παλαιοκομματισμός είναι αυτός που προπαγανδίζεται ως η άρνησή του.



Με αυτά τα δεδομένα ο Παλαιοκομματισμός αισθάνθηκε και σήμερα ακόμα περισσότερο, απόλυτα προστατευμένος. Δύο πανίσχυροι σύμμαχοι ήρθαν όχι μόνο να τον διασώσουν, μα και να τον ενισχύσουν, μέσω της στρατολόγησης στις τάξεις του νέων ντόπιων πολιτικών συμμάχων, και μάλιστα από τις τάξεις των πρώην αντιπάλων του, από το αντιμνημονιακό δηλαδή στρατόπεδο : ο ένας είναι ο Βερολίνο και ο άλλος το διαβόητο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -παρότι αυτό το τελευταίο «παίζει» και στα πλαίσια πολύ ευρύτερων παιχνιδιών της Γερμανίας, εξ ου και η εμμονή της τελευταίας για τη παραμονή του στην Ευρώπη.



Δύο είναι οι στόχοι τούτων των συμμάχων του Παλαιο- και Νεοπαλαιοκομματισμού. Πρώτον, να επιβάλουν τα ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ συμφέροντα στην Ελλάδα των κύριων παικτών που «κάνουν παιχνίδι» στη χώρα μας, με πρώτη ασφαλώς τη Γερμανία, και δεύτερον, να εγκαθιδρύσουν ισχυρά πολιτικά ερείσματα τα οποία θα αποτελούν τους δικούς τους «ανθρώπους» στην «Αποικία Χρέους η Ελλάς» («Αποικία με τα όλα μας» όπως παγίως διορθώνω τον παραπάνω όρο).



Οι δύο παραπάνω σύμμαχοί του, που κλήθηκαν να μας σώσουν, είναι παγκοσμίως περιώνυμοι για την αντιδημοκρατική τους κουλτούρα.
Η Γερμανία είναι η γνωστή μας Γερμανία. Ό,τι κάνει το κάνει στον υπερθετικό βαθμό. Από το πως να μην πληρώνει ό,τι θα έπρεπε να πληρώσει ως τα εγκλήματά της κατά της Ανθρωπότητας. Και με την ασύμβατη κουλτούρα της με το Δυτικό δημοκρατικό κεκτημένο. Το ΔΝΤ, κι αυτό περιώνυμο για το πόσο συμβατές είναι οι πολιτικές του σε χώρες με κάθε είδους χούντες και δημοκρατίες στο πάγο, και πόσο ασύμβατες είναι σε λειτουργούντα δημοκρατικά πολιτεύματα. Η Ελλάδα των Μνημονίων, για να έχει Μνημόνια, κατάργησε τη Δημοκρατία. Άλλωστε μας το λένε και κατάμουτρα. Δεν δικαιούμαστε να απαιτούμε σεβασμό των Μνημονιακών πολιτικών στο Σύνταγμα της χώρας αλλά ούτε και στο ευρωπαϊκό και διεθνές Δημοκρατικό, Πολιτικό και Κοινωνικό Κεκτημένο.



Τόσο θράσος απέκτησαν τα καθίκια.



Οι Πάτρωνες και τα Υποχείρια



(Περίοδος της οθωνικής Αντιβασιλείας, 170-180 χρόνια πάνω κάτω από σήμερα. Η αναφορά για τις «ελληνικές» κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης) : «…Να τι γράφει ο Δραγούμης : «Οι αντιβασιλείς, ενήργουν αυτοί ως υπουργοί, φερόμενοι προς τους αληθείς υπουργούς ως προς υπαλλήλους ελαχίστης σημασίας, ενίοτε μάλιστα εξυβρίζοντες δι’ επισήμων εγγράφων». Φτιάνανε οι αντιβασιλιάδες γερμανικά τα έγγραφα, γιατί, καθώς λέει ο Γούδας : «σκοπός της αντιβασιλείας ήτο να καταστήση την Ελλάδα όσον τάχιον βαυαρικήν αποικίαν και πρώτιστα πάντων εφρόντισε να εισάξη την γερμανικήν γλώσσα». Αφού τα καθαρογράφανε, τα στέλνανε στους υπουργούς σημειώνοντας με το μολύβι πού έπρεπε να υπογράψουν. Κι αυτοί, μάτια μου, μια και δεν καταλάβαιναν τα γερμανικά, τα υπόγραφαν δίχως να χαμπαρίζουν τι λέγανε. Και ξέρεις ποιοι ήτανε τούτοι οι φωστήρες μας; Εκείνοι που πρωτοστάτησαν πως έπρεπε ο τόπος να κυβερνηθεί συνταγματικά!...»… Από τους πρώτους τούτους κάτω από τη βαβαροκρατία υπουργούς ένας μονάχα δε σήκωσε τις προσβολές και τα καπρίτσια των αντιβασιλιάδων, ο Κλωνάρης… Τον φώναξε ο Άβελ και τον πρόσταξε να περάσει από κριτήριο τον καπετάν Βάσο Μαυροβουνιώτη και τον υπομοίραρχο Τσαλακώστα… γιατί τάχατες αντενεργούσαν στους Βαβαρούς. Ο Κλωνάρης αρνήθηκε να το κάνει. Τότες ο Άβελ, που πρώτη φορά έβρισκε αντίσταση στις βουλές του, κόρωσε κι άρχισε να του φωνάζει. Ο Κλωνάρης του γύρισε απότομα το κεφάλι του. «Εγώ σας μιλώ, του λέει ο Οβάλ, κι εσείς κοιτάτε αλλού». «Με τ’ αυτιά ακούμε στην Ελλάδα κι όχι με τα μάτια», του απαντάει ξερά ο Κλωνάρης. Όταν στις 3 του Απρίλη 1833 οι Βαβαροί ανασχηματίσανε το υπουργείο, πρώτον και καλύτερο διώξανε τον Κλωνάρη…»

(Φωτιάδη, Δημήτρη : Κολοκοτρώνης, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1987, σελ. 131-133)



Ο Παλαιοκομματισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ισχυρά ερείσματα σε μια ομαλώς λειτουργούσα Δημοκρατία.



Η ισχύς του βρίσκεται ακριβώς στις σχέσεις του με ένα πλέγμα Πατρωνίας που ως ομφάλιος λώρος τον συνδέει με ισχυρά κέντρα, του εσωτερικού ή και του εξωτερικού (άμεσα ή μέσω των εσωτερικών κέντρων).



Είναι η περίφημη Διαπλοκή.



Όσο πιο εκτεταμένη, τόσο πιο μεγάλος ο Παλαιοκομματισμός.



Στην Ελλάδα των Μνημονίων, δεν υπάρχουν πλέον πολλά Κέντρα Στήριξης του Παλαιοκομματισμού. Υπάρχει μόνο ένα. Το Βερολίνο. Εξ ου κι όταν εδώ μιλάμε για ο,τιδήποτε μας αφορά, κοιτάμε πρώτα και κύρια προς το Βερολίνο. Αλλά και στο εξωτερικό. Όσοι μιλάνε για μας, πλην Βερολίνου, τελικώς, κι αυτοί στο Βερολίνο υποβάλουν τις απόψεις μας για την «Αποικία (Χρέους) η Ελλάς».



Παρόλα αυτά, θα μιλάμε για «Πάτρωνες», στον πληθυντικό, διότι πράγματι, αρκετοί έχουν μπει στο «Παιχνίδι : Ελλάς», παρόλο που το γενικό πρόσταγμα, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει το Βερολίνου, και το δικό του «Ja» είναι «Ja» για όλους, και το δικό του «Nein» είναι ομοίως «Nein» για όλους.



Από την άλλη, συνδυάζοντας κανείς την προτίμηση τέτοιων Πατρώνων προς έναν Παλαιοκομματισμό, τέτοιας εγνωσμένης ανικανότητας ώστε να δικαιολογεί την επιβολή των Μνημονίων με τέτοια επιχειρήματα, ότι κατορθώσαμε επί τέλους σε τούτη τη χώρα να καταγράψουμε πόσους δημοσίους υπαλλήλους διαθέτουμε χάρις στην έλευση των Τροϊκανών, και τόσο διεφθαρμένο, όσο ο ίδιος ο Παλαιοκομματισμός έχει περιγράψει κατά καιρούς τον ίδιο τον εαυτό του, φθάνουμε στο λογικό συμπέρασμα ως προς το ποιες είναι οι «αρετές» που αναζητεί ο Πάτρωνας στο Υποχείριό του.



Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν, ότι είναι οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις στο εξωτερικό και τα λοιπά ξένα συμφέροντα που δεν δίστασαν να κατακεραυνώσουν τον ντόπιο Παλαιοκομματισμό, ακόμα και με απαξιωτικό τρόπο, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα παραπάνω από μια απλή προπαγανδιστική στρατηγική δήθεν αντικειμενικότητας και δήθεν «καταλογισμού ευθυνών», όμως, την ίδια στιγμή ο Παλαιοκομματισμός ανακηρύσσονταν ο χώρος με τα «οικεία πρόσωπα» των ξένων δανειστών με τα οποία μπορούσαν να συνεργαστούν για τη «σωτηρία της χώρας», και ιδού πως με τέτοιου είδους διατυπώσεις την ίδια στιγμή η Ξένη Επιτροπεία και Προστασία αποδίδει ικανότητες και δεξιότητες στους ίδιους ανθρώπους και το ίδιο πολιτικό σύστημα που δήθεν καυτηρίαζε για τις μεγάλες του ευθύνες που έφερε τη χώρα στο σημερινό χάλι της, όχι γιατί τις διαθέτουν, μα, όπως ένας πωλητής τσιγάρων δεν είναι υποχρεωτικό να είναι ο ίδιος καπνιστής, εν τούτοις, αν θέλει να πουλήσει το προϊόν του είναι υποχρεωμένος να το παινέψει.



Άλλωστε ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να απαξιώσεις κάτι που έχει σημασία είναι να αναθέσεις την ευθύνη της διαχείρισής του σε όσο το δυνατόν πιο ανίκανα και φαιδρά πρόσωπα. Κάτω από την εξουσία τους, και τα πιο σημαντικά πράγματα με σιγουριά θα περιβληθούν με την φαιδρότητα και την απαξίωση νομοτελειακά.



Αυτό το καθεστώς πατρωνίας, υπογραμμίζει την ύπαρξη όχι μόνο του Πολιτικού Πάτρωνα μα και του Υποχείριού του Πολιτικού Συστήματος, που ως τέτοιο, δεν μπορεί να είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα Σύστημα Πολιτικής Εθελοδουλίας, με ό,τι αυτό σημαίνει.



Ο Παλαιοκομματισμός ως Υποχείριο άλλου Κυρίου, ενός Πάτρωνα, δεν παράγει καμία πολιτική.



Πολιτική παράγουν μόνο οι Πολιτικοί Πάτρωνες.



Είτε εγγενώς, είτε εκουσίως, είτε ακουσίως, ένα μόνο πράγμα μπορεί να παράγει : Αθλιότητα.



Ο Παλαιοκομματισμός έχει μια καθαρώς εργαλειακή χρησιμότητα, διότι δεν είναι τίποτα άλλο εξόν από εργαλείο.



Βρίσκεται εκεί για να παίξει τον προδιαγεγραμμένο ρόλο του.



Θα βήξει όταν θα λάβει εντολή να βήξει, θα βρίσει όταν λάβει εντολή να βρίσει (ποιον και με ποιο περιεχόμενο), θα εξυμνήσει όταν λάβει τη σχετική εντολή τι και ποιον να εξυμνήσει, ενώ στα πλαίσια των ενδοπαλαιοκομματικών πολιτικών συσχετισμών και ανταγωνισμών, όπου αναπτύσσονται τα αναγκαία εναλλακτικά πολιτικά και κομματικά μορφώματα, απολύτως απαραίτητα για να παίζεται το παιχνίδι της δημοκρατικής εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία, ο Πάτρωνας αφήνει στον Υποχείριό του Παλαιοκομματισμό σχετική ελευθερία πολιτικής δράσης όσο δεν απομακρύνεται από το προκαθορισμένο παιχνίδι που έχει επιβάλλει με τους επίσης προκαθορισμένους όρους.



Στον ίδιο βαθμό που αυτή η χρηστική του αξία, αποτελεί κίνδυνο για τον λαό, στον ίδιο βαθμό προσφέρει ωφέλειες στους πάτρωνές του, οι οποίοι επωφελούνται από το Καθεστώς της Αθλιότητας, αφού η πατρωνία αποτελεί τον sine qua non όρο της ίδιας του της επιβίωσης.



Στο μέτρο και το βαθμό που η Αθλιότητα στη πολιτική της εκδοχή δεν παύει από το να αποτελεί μια πολιτική ανωμαλία, έπεται πως κάθε πολιτική δύναμη που την υπηρετεί, είναι εξ ορισμού δύναμη παραγωγής πολιτικής ανωμαλίας, και διαστρέβλωσης, διαστροφής, της Δημοκρατίας.



Ο εκπλειστηριασμός των συνειδήσεων



«…Ο Οθέλλος είναι η νύχτα. Κι’ όντας η νύχτα και θέλοντας να σκοτώσει, τι παίρνει για να σκοτώσει; το δηλητήριο; το ρόπαλο; το τσεκούρι; το μαχαίρι; Όχι, το προσκεφάλι. Να σκοτώσεις, είναι να κοιμήσεις… Κι’ έτσι η Δεισδαιμόνα, παντρεύεται τον άνθρωπο της Νύχτας, πεθαίνει πνιγμένη με το προσκεφάλι, που δέχτηκε το πρώτο φιλί και την τελευταία πνοή.»

(Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 112)



Τα Μνημόνια, από τη πρώτη στιγμή που επιβλήθηκαν, το πρώτο πράγμα που εκπλειστηρίασαν και απέκτησαν τη νομή και χρήση, ήταν, και το επανέλαβαν στη συνέχεια όσες φορές κρίνεται αναγκαίο, η ίδια η ανεξαρτησία της συνείδησης του αναγκαίου πολιτικού προσωπικού του Παλαιο- και Νεοπαλαιοκομματισμού του οποίου η συνεργασία για την επιβολή τους στον ελληνικό λαό είναι απαραίτητη.



Αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο συνταγματικό έγκλημα, διότι χωρίς αυτό κανένα άλλο συνταγματικό έγκλημα δεν θα ήταν δυνατό.



Ίσως μάλιστα, να μην είναι άσκοπο να υπενθυμίσω εδώ, μία από παλιότερες επί του θέματος τοποθετήσεις μου, σύμφωνα με την οποία, όπως ισχυρίζομαι, ο βουλευτής, ως βουλευτής και όχι ως άτομο, έχει μια διακριτή βουλευτική συνείδηση, που δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με την ατομική του συνείδηση, ακριβώς όπως ένας ηγέτης, στρατιωτικός, πολιτικός, επιχειρηματικός κ.λπ., μπορεί μεν με βάση την ατομική του ελεύθερη βούληση να διαμορφώνει κατά συνείδηση μια άποψη επί ενός θέματος, όμως, οφείλει να ακολουθήσει την εντολή της πλειοψηφικής απόψεως, αφού προηγούμενα εξέθεσε την άποψή του, κι αφού προηγούμενα τα υπόλοιπα μέλη ομοίως εξέθεσαν τις δικές τους απόψεις τους, που ελήφθησαν κι αυτές με ελεύθερη βούληση, ώστε η πλειοψηφική άποψη να έχει συγκροτηθεί στη βάση αυτών των ελεύθερων βουλήσεων και της δημοκρατικής διαδικασίας χωρίς καταναγκασμούς. Από αυτή τη στιγμή και πέρα, αυτό που ισχύει για τον ηγέτη ή για οποιονδήποτε άλλο που κατέχει σημαντική θέση, πολύ περισσότερο πολιτειακή θεσμική θέση, είναι η συλλογική άποψη που εκπροσωπεί και μια αντίστοιχη συλλογική συνείδηση. Όποιος αισθάνεται ότι η ατομική του συνείδηση δεν τον επιτρέπει να υπηρετήσει τη συλλογική άποψη κατά τα ανωτέρω, υποχρεούται να παραιτηθεί του αξιώματός του. Παρότι το θεωρώ αυτονόητο, εν τούτοις, ας επισημάνω, πως τούτη η υποταγή στην πλειοψηφική συνείδηση των πραγμάτων, δεν είναι σημαίνει άρνηση και πολύ περισσότερο απαγόρευση αντίθετων μειοψηφουσών αντιλήψεων. Σημαίνει απλά σεβασμό της πλειοψηφικής αντίληψης και ασφαλώς ελευθερία προβολής των επιχειρημάτων της μειοψηφίας με στόχο να πείσει για την ορθότητα των δικών της αντιλήψεων για να τις καταστήσει πλειοψηφικές ή απλά να τις ενισχύσει στο επίπεδο της αποδοχής τους.



Εν προκειμένω, αυτό που αδιαλείπτως επαναλαμβάνεται στην Μνημονιακή Ελλάδα, είναι η συστηματική παράβλεψη της συντριπτικής πλειοψηφικής εθνικής συλλογικής βούλησης και η συστηματική εξαπάτησή της, ώστε να επιβάλλονται σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, μέτρα όχι σκληρά, αυτά ο λαός δεν θα είχε αντίρρηση να τα δεχτεί, αλλά, και κυρίως αυτό, μέτρα άδικα και παράνομα (αρκεί η υπενθύμιση των πολυάριθμων δικαστικών αποφάσεων που κηρύσσουν αντισυνταγματικούς τους πιο σημαντικούς μνημονιακούς νόμους), κι αυτά ακριβώς είναι που ο λαός αρνείται να δεχτεί, και οφείλει να τα αρνείται εν ονόματι της Δημοκρατίας και του Δικαίου.



Εδώ, η σημασία των παραπάνω επισημάνσεων, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στη περίπτωση του Κοινοβουλίου, περισσότερο ίσως από ό,τι στην ίδια τη Κυβέρνηση, διότι η Βουλή είχε και έχει όλη τη δυνατότητα να αποτελέσει, όχι μονάχα τον κυματοθραύστη των παράνομων, αντισυνταγματικών, οικονομικά παράλογων και εθνικά εξευτελιστικών αξιώσεων των ξένων δανειστών, μα και να τους υποχρεώσει εν τέλει, να φερθούν πριν από δανειστές ως άνθρωποι, διότι τα μνημόνια ούτε ψήγματα ανθρωπισμού δεν διαθέτουν, και να τους υπενθυμίσουν πως ήρθαν ως συγκροτημένοι δημοκρατικοί θεσμοί φορείς του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και όχι ως κοινοί τοκογλύφοι, και πως ως τέτοιοι, ήρθαν για να βοηθήσουν και όχι για να διαλύσουν και καταστρέψουν την οικονομία και την κοινωνία.



Όμως, αυτό για να συμβεί, πρέπει να έχεις ανθρώπους με ελεύθερη τη πολιτική τους συνείδηση, να κυριαρχούνται απ’ αυτή και όχι να την χειρίζονται κατά τα μικροκομματικά συμφέροντα της στιγμής, τα οποία και κυριαρχούν της Ελεύθερης Βούλησης, πρώτα ως ατόμων κι έπειτα ως πολιτικών.



Η πλέον πειστική απόδειξη, τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, του πόσο έχει ευνουχιστεί η βουλευτική μνημονιακή συνείδηση, είναι πως πλέον, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, η εκάστοτε μνημονιακή πλειοψηφία στη Βουλή, ψηφίζει και εφαρμόζει ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ νόμους που έχουν κριθεί και εξακολουθούν να κρίνονται αντισυνταγματικοί και άρα παράνομοι, ή για να το πω πιο κομψά, μη εφαρμόσιμοι, ου μην αλλά, εφαρμόζονται με ακόμα μεγαλύτερη ένταση και εμπλουτισμένοι με πρόσθετες δόσεις αντισυνταγματικότητας, πάντα κατ' επιταγήν των «δημοσιονομικών αποικιοκρατών», έτσι για να γίνει πλήρως κατανοητό, ότι σε τούτη την «αποικία χρέους», (ο αγαπημένος χαρακτηρισμός του πρωθυπουργού, του οποίου όμως η πατρότητα ανήκει, πρέπει να το πούμε, στον Νίκο Κοτζιά, τον νυν υπουργό Εξωτερικών) η Δικαιοσύνη αξίζει τόσο όση αξία της δίνεται με το να την γράφουν συστηματικά στα παλιότερα των υποδημάτων τους.



Αυτή η υποχρεωτική ασυνειδησία που επιβάλλεται από την Κατοχική Δύναμη, αυτή που κατέχει το πρώην Ελληνικό Κράτος και νυν ελληνική Αποικία («αποικία χρέους», έστω, δεν θα χαλάσουμε τη καρδιά μας γι' αυτό, τουλάχιστον εδώ), στο πολιτικό προσωπικό που συγκροτεί το Μνημονιακό Τόξο, κυρίως το κοινοβουλευτικό, προβάλλει με τον πιο έντονο σημειολογικό τρόπο, τη φιλοσοφία της Νέας Γερμανικής Τάξης Πραγμάτων στην Ευρώπη, όπως αυτή πειραματικά εφαρμόζεται στην Μνημονιακή Ελλάδα.



Πρόκειται για την αναβίωση μεσαιωνικών αντιλήψεων σε ό,τι αφορά τη φύση, το χαρακτήρα και τη χρήση της Δύναμης. Και πάνω σ’ αυτή τη θεματική ενότητα, κανείς άλλος εδώ στην Ευρώπη, αλλά και διεθνώς, δεν υπάρχει αρμοδιότερος για να μας «διδάξει» εξόν από τη Γερμανία. Δεν είναι ότι απλά έχει πλούσιο εμπειρικό ιστορικό επί του θέματος. Είναι κάτι που ως «αξία», ως «αρετή», έχει αυτό το πολύ ιδιαίτερο γνώρισμα, κάτι το «πολύ ιδιαίτερα γερμανικό». Ίσως να σφάλλω, όμως, αυτό εγώ εισπράττω ως «δίδαγμα» της γερμανικής Ιστορίας.



Έτσι λοιπόν, τα ελληνικά Μνημόνια, ακριβώς αυτό ήταν και είναι : περισσότερο μια επίδειξη Γυμνής Δύναμης και Γυμνής Βίας των δανειστών, δηλαδή, του Βερολίνου, παρά «προγράμματα σωτηρίας» της ελληνικής οικονομίας, το αντίθετο μάλιστα!



Η αξίωση του Κατακτητή από το συμμαχικό του ελληνικό πολιτικό προσωπικό, είναι η διαβεβαίωση της υποταγής του τελευταίου στη δύναμή του, με την προσφορά της πολιτικής του συνείδησης, που πάει να πει πως δεν χρειάζεται να γνωρίζει τι ψηφίζει, αλλά και να το γνωρίζει δεν έχει καμία σημασία, πως δεν απαιτείται σώνει και καλά οι νόμοι να συντάσσονται από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και να συντάσσονται δεν έχει καμία σημασία όταν απλά μεταφέρουν στο χαρτί αυτούσιες τις προφορικές απαιτήσεις, πως δεν απαιτείται να είναι σύννομοι συνταγματικά, το αντίθετο μάλιστα, είναι σαφές πως για τα Μνημόνια η Συνταγματική και Δημοκρατική Νομιμότητα αποτελεί εμπόδιο που πρέπει να παραμεριστεί αφού ακόμα δεν μπορεί να καταργηθεί, αρκεί να ψηφίζουν και εκτελούν τους επιβληθέντες όρους που δημοσίως θα προβάλλονται ως αμοιβαίως συμφωνηθέντες και «κατόπιν σκληρών διαπραγματεύσεων» επιτευχθέντες, τους οποίους η Μνημονιακή Προπαγάνδα, ΌΛΩΝ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ, διαφήμιζαν ΠΑΝΤΑ ως τα τελευταία που λαμβάνονταν και ΠΑΝΤΑ «σωτήρια».



Όπως έχω ξαναγράψει αυτός ο αυταρχισμός των δανειστών, και ο συστηματικός εξευτελισμός της Ελληνικής Δημοκρατίας και των πολιτειακών της Θεσμών, δηλαδή της Γερμανίας, δεν είναι τυχαίος ούτε μονάχα εκδήλωση εγγενώς αυταρχικών προσωπικοτήτων, αλλά είναι και μια στρατηγική διαρκούς επιβεβαίωσης για το ποιος έχει το πάνω χέρι.



Μια τελική παρατήρηση :



Στο παρόν κείμενο, μιλώντας για την πολιτική ασυνειδησία του Παλαιοκομματισμού, δεν πρέπει να συγχέεται ως όρος με το ασυνείδητο. Εδώ η ειδική έννοια της ασυνειδησίας έχει να κάνει με την ενσυνείδητη προσφορά της συνείδησης στον Πάτρωνα προκειμένου να τύχει της εύνοιας και της προστασίας του, ακριβώς όπως ο Φάουστ οικειοθελώς αντάλλαξε τη ψυχή του με τα νιάτα. Στον Παλαιοκομματισμό, η συνείδηση μετατρέπεται σε αγοραίο, ανταλλάξιμο εμπόρευμα, του οποίου η τιμή προσδιορίζεται από τη προσφορά και τη ζήτηση, τη χρησιμότητά του, σημερινή ή μελλοντική, κ.λπ.



Επειδή πιστεύω πως εκείνο το τμήμα του πολιτικού προσωπικού του Παλαιοκομματισμού, που είναι και η πλειοψηφία, και που συντάσσεται με την Νεοφιλελεύθερη Αθλιότητα, και επομένως και με τα Μνημόνια όχι λόγω ιδεολογικής ταύτισης μαζί του, και προκειμένου να δικαιολογήσει, περισσότερο στον ίδιο τον εαυτό του, την επιλογή του να υιοθετήσει το πρότυπο του Αγοραίου Ανθρώπου, όρος απαράβατος για να μην απολέσει την πολιτική στήριξη του μνημονιακού του κόμματος, χάρη στην οποία εξακολουθεί να υπάρχει πολιτικά, ένα Πρότυπο «Ανθρώπου», του οποίου η τιμή προσδιορίζεται όπως το μπρόκολο στις λαϊκές αγορές ή ένα μηχάνημα που έχει κόστος αγοράς, ωφέλιμη διάρκεια ζωής, κόστος συντήρησης και υπολειμματική αξία ως παλιοσίδερο, μετατρέπεται συνήθως σε φανατικό προσήλυτο της Νέας Θρησκείας του, προπαγανδίζοντας το Αγοραίο Πρότυπο της νέας του πίστης, προκειμένου μέσα στον ίδιο του το φανατισμό να κρύψει την αηδία και το μίσος εναντίον του ίδιου του εαυτού του, να διατηρήσει ενδεχομένως την οικογενειακή του ηρεμία και ενότητα, και να ηρεμεί η ψυχή και η συνείδησή του, βλέποντας κι άλλους να προσέρχονται στη νέα του πίστη, «απόδειξη», που δεν έκανε κάτι που και άλλοι δεν έκαναν.



Μερικές Τελευταίες Παρατηρήσεις



(Αφηγείται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής) : «Σε κάποια συνάντησή μας, το 1960, ο Γεώργιος Παπανδρέου, που επεδίωκε τότε να συνεργασθεί με την ΕΡΕ, εξέφρασε με παχιά λόγια τον θαυμασμό του για το έργο που επιτελούσα. Επεξέτεινε τη συζήτηση στους Βενιζέλους, κατηγορώντας τους αμφοτέρους –πατέρα και γιο. Και άρχισε να μου εξηγεί γιατί ήμουν, κατά τη γνώμη του, πολύ ανώτερος από τον Ελευθέριο Βενιζέλο… Κοκκίνισα από ντροπή. Και αηδίασα». (Τάκης Λαμπρίας : Καραμανλής ο Φίλος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2010, σελ. 181-182)



Ο Παλαιοκομματισμός, ας το διευκρινίσουμε κι αυτό, δεν προέκυψε από κάποιες ατυχείς πολιτικές ασυνέχειες σε μια κατά το μάλλον ή ήττον ομαλή δημοκρατική πορεία της χώρας, αλλά, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, στην ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους.



Συνεπώς θα ήταν άδικο να φορτώσουμε στο πολιτικό προσωπικό του Παλαιοκομματισμού της τρέχουσας ιστορικής του φάσης, που συμβατικά την θέτουμε στο 1975, το σύνολα των αμαρτιών της Παλαιοκομματικής Αθλιότητας, από το 1821 ίσαμε σήμερα, αν και ορισμένοι, πιο ακριβείς στην ιστορική λεπτομέρεια θα μου επισήμαναν, ορθώς, ότι η ιστορία πάει αρκετά πιο πίσω από το 1821.


Συνελόντι ειπείν : Η σημερινή Μεγάλη Κρίση, της οποίας το έτος 2010 είναι το έτος, που απλώς έσπασε το απόστημα, έχει, μέχρι στιγμής, ένα Μεγάλο Νικητή και ένα Μεγάλο Ηττημένο.



Την Παλαιοκομματική (Πολιτικά και κατά περίπτωση, όχι μόνο, μα και Ποινικά) Εγκληματική Αθλιότητα στη πρώτη περίπτωση, και την Μη Προνομιούχα Πλειοψηφία του Λαού στη δεύτερη περίπτωση, την κυριαρχία του Θύτη και την υποτέλεια του Θύματος, με μια ταυτόχρονη εναλλαγή των ρόλων : Ο Θήτης στο ρόλο του Θύματος και το Θύμα στο ρόλο του Θήτη.



Την ίδια στιγμή, βιώνουμε την ολοκληρωτική ήττα της Δημοκρατίας, που πιστοποιείται από την ολοκληρωτική επικράτηση του Παλαιοκομματισμού. Το μέγεθος τη ήττας της πρώτης, είναι ευθέως ανάλογο του μεγέθους της νίκης του δευτέρου.



Ο Παλαιοκομματισμός εν μέσω της πιο μεγάλης, βαθιάς και επώδυνης Κρίσης, βρίσκεται όχι απλά στη θέση του μα και ενδυναμωμένος με μεταγραφές στο στρατόπεδό του πρώην πολιτικών διωκτών του, γεγονός που οφείλεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στην καταλυτική παρέμβαση υπέρ αυτού των Ξένων Δανειστών, υπό τον απόλυτο έλεγχο και την εξουσία των οποίων περιήλθε η χώρα από το 2010.



Αυτή η μακροβιότητα του Παλαιοκομματισμού, συνέβαλε ώστε η μακρά εξάρτηση από ξένους προστάτες, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, να οδηγήσει σε αχρησία κάθε δυνητική πηγή πολιτικής ικανότητας και δεξιότητας μέσα στους κόλπους του καθόλου ελληνικού πολιτικού συστήματος, στην εγκαθίδρυση μιας εγγενούς αμφισβήτησης σε ό,τι αφορά τις ικανότητες της χώρας να στέκεται στα δικά της πόδια σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, να οδηγήσει σε ένα εμφανή πολιτικό ραγιαδισμό, και την ίδια στιγμή, να προσπαθεί να διαπλάσει ένα έθνος, ένα λαό, καθ' εικόνα και ομοίωσή του, αναποτελεσματικά μέχρι σήμερα, χάρις στα ισχυρά πολιτισμικά γονίδια αυτού λαού, οι ρίζες των οποίων φτάνουν στη πηγή του κλασικού του πολιτισμού και της αδιάλειπτης συνέχειάς του μέχρι σήμερα, σε αντίθεση με τον Παλαιοκομματισμό του οποίου οι μέντορες μπορούν να ανιχνευθούν στον κοτζαπασισμό και τις χειρότερες (αν και κυρίαρχες) εκδοχές του φαναριωτισμού, που έθεσαν ανεξίτηλα την σφραγίδα τους σε ό,τι στη χώρα μας αποκαλείται πολιτική κουλτούρα τα τελευταία 200 κοντά χρόνια ελληνικού Κράτους.



Ο Παλαιοκομματισμός, οιασδήποτε ιδεολογικής απόχρωσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα σύστημα πολιτικού κομπραδορισμού και ραντιερισμού.



Στη λειτουργία του αυτή, εξαντλείται η αποστολή, ο ρόλος και η χρησιμότητά του.



Πρώτον, διότι έχει επίγνωση της τέλειας ανεπάρκειάς του να διαχειριστεί μια κρίση αυτού του μεγέθους, όταν δεν είναι σε θέση εφαρμόζοντας απλή αριθμητική να μετρήσει πόσοι άνθρωποι εργάζονται στο Δημόσιο, πράγμα που τόμαθε με την έλευση της Τρόικα.



Δεύτερον διότι όντας διαπλεκόμενος και διεφθαρμένος στον ύψιστο βαθμό είναι ακριβώς η χωρίς προηγούμενο απάτη και λεηλασία δημοσίου χρήματος και πλούτου από τη Διαπλοκή, που οι ρίζες της απλώνονται διαχρονικά και πέραν της χώρας, και που βύθισε τη χώρα στα ελλείμματα και το χρέος.



Τρίτον, διότι από παράδοση, ποτέ δεν πίστεψε στις ικανότητες του ελληνικού λαού, κρίνοντάς τον εξ ιδίων, και πάντα ήταν ξενόδουλος.



Τέταρτον, το πολιτικό του προσωπικό του Παλαιοκομματισμού μαζί με τη Διαπλοκή, ΟΥΔΕΠΟΤΕ αισθάνθηκε πως κινδύνευε σε προσωπικό πλέον επίπεδο, να κάνει κάτι που ΣΕ ΚΑΘΕ ΥΓΙΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ είναι η αυτονόητη υποχρέωση των πολιτικών της ηγεσιών : Να υποχρεωθεί σε ουσιαστική λογοδοσία και κυρίως να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του.




Οι παραπάνω λόγοι μαζί με την πολύ ευνοϊκή πραγματικότητα, πως στην ελληνική Κρίση ήταν μπλεγμένα λίγα αλλά ισχυρά ξένα συμφέροντα, ιδιωτικά και κρατικά, κύρια γαλλικά και γερμανικά, ιδίως τα τελευταία, μαζί με την επίσης ευνοϊκή συγκυρία πως δύο πανίσχυροι διεθνείς παίκτες, η Γερμανία στην Ευρώπη και το ΔΝΤ αναζητούσαν μια ευκαιρία, η μεν Γερμανία να αξιοποιήσει προς όφελος της ευρωπαϊκής της ηγεμονίας την Κρίση στην Ευρώπη, το δε ΔΝΤ να βρει επειγόντως μια καλή ευκαιρία να επιβιώσει βγαίνοντας από μια μακρά περίοδο μαρασμού, κυριολεκτικά έδωσαν το φιλί της ζωής στον Παλαιοκομματισμό της χώρας μας.



Λίγο ακόμα, και θα τελειώναμε μαζί του. Όμως, τούτη η πραγματικά Μεγάλη Ευκαιρία, μετατράπηκε στη Μεγάλη Ήττα της ελληνικής Δημοκρατίας. Τον Γενάρη του 2015, μια πολιτική δύναμη, παλιά μεν στη χώρα, όμως πάντα σε χαμηλά επίπεδα εκλογικής και ιδεολογικής επιρροής στο κόσμο, ο ΣΥΡΙΖΑ, κατόρθωσε να ανέλθει στην εξουσία και να αναδεχτεί πρώτη κομματική δύναμη, χάρη στην μακρόχρονη «φιλική σχέση» της βάσης του κόμματος αυτού με τη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ, η οποία μετακόμισε σχεδόν en bloc στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως μεταπολιτευτικά η λαϊκή βάση της παλιάς Ένωσης Κέντρου μετακόμισε μαζικά στο ΠΑΣΟΚ, δίνοντας στη κυριολεξία με την μεγαλειώδη του κυβίστηση, από αντιμνημονιακή σε μνημονιακή δύναμη, το φιλί της ζωής στη Νέα Δημοκρατία, που όδευε με μαθηματική ακρίβεια να συναντήσει το ΠΑΣΟΚ εκεί στο πάτο των εκλογικών ποσοστών. Δεν ξέρω τι θα πετύχει και τι δεν θα πετύχει στο άμεσο μέλλον ο ΣΥΡΙΖΑ, προσωπικά πιστεύω πως θα πεταχτεί στα «αζήτητα» από το Βερολίνο μόλις τελειώσει τη «βρώμικη δουλειά», την οποία υπάρχουν χίλιοι καλοί λόγοι να μην την κάνει η Νέα Δημοκρατία, (αυτή, στη λογική του παραμυθιού της «συνέχειας του Κράτους» θα «υποχρεωθεί» να εφαρμόσει ό,τι αυτή «ποτέ δεν θα συμφωνούσε»), πράγμα που, αν όλα πάνε καλά, ίσως του δίνει μερικά ακόμα χρόνια ζωής, αφού η «βρώμικη δουλειά» ακόμα δεν τέλειωσε, εκτός αν, ο ίδιος αντιληφθεί ότι οδηγείται σε πολιτικό και κομματικό θάνατο, και να κατρακυλήσει, πολύ πιο κάτω από εκεί από όπου ξεκίνησε.



Έτσι, Βερολίνο και ΔΝΤ, κυρίως το πρώτο, με μια περίτεχνη μεθόδευση, πράγματι, κατασκεύασαν μια χώρα πειραματόζωο πάνω στην οποία θα παίζονταν ένα παιχνίδι αν όχι διεθνών, πάντως ευρωπαϊκών διαστάσεων, φορτώνοντας στον ελληνικό λαό το κόστος αυτού του παιχνιδιού.



Τα Μνημόνια είναι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα για να ωφεληθούν συμφέροντα εκτός Ελλάδας. Ό,τι έπρεπε να γίνει ήταν να προπαγανδιστεί η ευθύνη του ίδιου του λαού ως υπεύθυνου για ό,τι του συμβαίνει και πως οι ξένοι, δηλαδή η Γερμανία και το ΔΝΤ ήρθαν να μας σώσουν.



Ο Παλαιοκομματισμός στην Ελλάδα λειτούργησε ως ο πλέον αποφασιστικός και αποτελεσματικός παράγων εγκαθίδρυσης και ενδυνάμωσης ενός στρεβλού κοινωνικοοικονομικού μοντέλου υπανάπτυξης και σε καμία περίπτωση δεν λειτούργησε προς την κατεύθυνση ενός σύγχρονου βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου, με εξαίρεση κάποιες βραχύβιες ποσοτικές επιτεύξεις, που απλά υποστήριζαν κατά περίπτωση διάφορους πολιτικούς και κυρίως κομματικούς καιροσκοπισμούς. Δεν είναι διόλου τυχαίο επομένως γιατί στην Ελλάδα δεν αποκτήσαμε ποτέ ένα βιώσιμο πρωτογενή και ένα επίσης βιώσιμο δευτερογενή τομέα, ενώ αντίθετα καταγράφουμε λαμπρές επιδόσεις στον τομέα των πλέον παρασιτικών και αναπτυξιακά επιζήμιων δραστηριοτήτων του τριτογενή τομέα της οικονομίας μας, στις οποίες επικεντρώνεται και το ενδιαφέρον του Παλαιοκομματισμού αλλά και του Νεοπαλαιοκομματισμού.



Η Μνημονιακή περίοδος, 2010-σήμερα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περίοδος της ομογενοποιήσεως του Παλαιοκομματισμού. Η περίοδος της απίστευτης ενδυνάμωσης της κυριαρχίας του. Εκεί που περίμενες ότι θα κατέρρεε υπό το βάρος των αθλιοτήτων και των εγκλημάτων του, αθλιότητες που κι ο ίδιος δεν απόκρυπτε, ιδού που βγαίνει πιο ακμαίος και ισχυρός παρά ποτέ, διευρύνοντας την πολιτική του επιρροή σχεδόν σε όλο το φάσμα των γνωστών ιδεολογιών.



Η μόνη εξέλιξη που είναι δυνατό να διασώσει την εθνική τιμή και αξιοπρέπεια, είναι να αποδειχτεί πως αυτή η αναλαμπή δεν είναι τίποτα άλλο από τις αναλαμπές που παρατηρούνται στους ετοιμοθάνατους.

Διαφορετικά, η επικράτηση αυτής της Αθλιότητας, θα αποτελέσει για τη χώρα και το λαό, όχι την πιο μελανή σελίδα της Ιστορίας του, αλλά, αν η κυριαρχία της παραμείνει μερικά ακόμα χρόνια, ίσως σημάνει το Τέλος της Ιστορίας της χώρας μας, ο οποίος θα δώσει τη θέση του σε ένα απλό γεωγραφικό χώρο, ακαθορίστου εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, και κυρίως, με απολύτως καθορισμένη την κατάλυση του Συντάγματος και ίσως την αντικατάστασή του με ένα άλλο, στο οποίο θα ενσωματώνονται οι αρχές της Αθλιότητας ως οι νέες συνταγματικές αξίες της χώρας.