Ο πραγματισμός και στην Ελλάδα απεχθάνεται την υποκρισία και τους διπλοπρόσωπους!

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου   
Εκεί γύρω στα σαράντα αναρωτήθηκα στα σοβαρά (ερευνητικά) για την ακύρωση της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας στην πράξη και λίγο πριν από τα πενήντα αναρωτήθηκα επίσης ερευνητικά, για την επιτυχία του λεγόμενου κινεζικού πραγματισμού.
Την απάντηση δεν την βρήκα σε καμία θεωρία, αλλά αναλύοντας τον καταστατικό χαρακτήρα του πραγματικού σε αυτές τις χώρες, δια της μετάθεσης και επανεξέτασης των κατηγοριών της κλασικής οντολογίας. Κάπως έτσι ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός σε συνάρτηση με την βιοοικονομική προσέγγιση έγιναν ο οδηγός μου για να ανακαλύψω πως τα παράδοξα κάθε συστήματος ηγεμονίας - και όχι η επίκληση της ορθολογικότητας, του ταξικού ανταγωνισμού ή της κοινότητας - είναι αυτά που μετατρέπονται σε.......
αιτιατό μηχανισμό που κινεί την ιστορία.
Με αυτή την έννοια, ο πραγματισμός, αγαπητέ αναγνώστη, δεν είναι η διαμόρφωση της αλήθειας (: μιας μικρής, προσωρινής αλήθειας) στο πλαίσιο μιας πολιτικής πρακτικής που ωφελεί γενικά και αόριστα στην πραγματικότητα την ζωή και την αναπαραγωγή της, αλλά αυτό που αναδεικνύει την παραδοξότητα στην σχέση «πολιτική-ηθική». Η ηθική επαλήθευση της πολιτικής εμπειρίας, λοιπόν, είναι αυτό που ορίζει το πραγματικό και τίποτα άλλο, αν μιλάμε με ιστορικούς όρους και δεν αναφερόμαστε σε ένα αριστερό (λενινισμός) ή δεξιό (νεοφιλελευθερισμός) «τέλος της ιστορίας».
Διαπίστωσα, λοιπόν, πως αυτό που ακύρωσε την σουηδική σοσιαλδημοκρατία στην πράξη ήταν το ίδιο που την ίδια ακριβώς περίοδο συνέβαλε στην επιτυχία του κινεζικού μοντέλου. Στην πρώτη περίπτωση ήταν η κοινωνικοπολιτική υποκρισία και ο πολιτικός διπλοπροσωπισμός, η ανεντιμότητα και ο καιροσκοπισμός των σοσιαλδημοκρατών που οδήγησαν στην βήμα-βήμα εκθεμελίωση ενός καθολικού συστήματος ευημερίας, ενώ στην δεύτερη η απόκρουση αυτών από το ευρύτερο σύστημα κυριαρχίας που διαμορφώθηκε ξεκινώντας από τις μεταρρυθμίσεις του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ήταν ο βασικός παράγοντας επιτυχίας, ενός συστήματος που έμοιαζε αρχικά περισσότερο ευάλωτο από το σοβιετικό μοντέλο, το οποίο κατέρρευσε μέσα στην πολιτισμική και πολιτική άβυσσο.
Ο κινεζικός πραγματισμός δεν είναι ορθολογισμός ή ρεαλισμός, όπως διαδίδουν οι νεοφιλελεύθεροι και είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν μαζί τους συντηρητικοί και νεοσυντηρητικοί, ή επιτυχημένος κοινοτισμός, όπως πιστεύουν κάμποσοι νεομαρξιστές, αλλά ένας ουσιώδης κοινωνικός κονστρουξιονισμός που αντιμάχεται την υποκρισία και τους διπλοπρόσωπους.
Αν, ενόψει αυτών των νέων πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα, επιχειρούσαμε να ορίσουμε ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι πραγματιστές, θα καταλήγαμε στο παράδοξο να απορρίψουμε όλους εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως ρεαλιστές. Πρόκειται για τους ίδιους που διαρκώς ισχυρίζονται πως η δημοκρατία βλάπτει σοβαρά την οικονομία, πως η σχολαστικότητα στον κοινοβουλευτισμό αντιστρατεύεται την πολιτική αποτελεσματικότητα και πως τα μνημόνια αποτελούν «μονόδρομο». Αυτοί είναι οι κατ’ εξοχήν υποκριτές και καιροσκόποι στη σημερινή ελληνική πολιτική σκηνή που έχουν αναγάγει την διπλοπροσωπία τους σε πολιτική τέχνη: την πολιτική ως τέχνη του εφικτού!
Η χειρότερη, μάλιστα, μορφή αυτών των διπλοπρόσωπων υποκριτών του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι εκείνοι που δεν ντρέπονται να ισχυρίζονται πως «ανοίγουν νέους δρόμους» ακολουθώντας, με μία παράδοξη ανακούφιση μέσα στην εμφανιζόμενη από τους ίδιους δυσαρέσκειά τους, τον μονόδρομο που χάραξε η τρόικα για την Ελλάδα σε μία επιχείρηση η κρίση της ευρωζώνης να περιοριστεί στη χώρα μας. Δεν μπορεί, φίλε αναγνώστη, ο πραγματισμός καί στην Ελλάδα να μην ορίζεται σε αντιδιαστολή με την υποκρισία και την διπλοπροσωπία!
Αυτό προφανώς δεν έχει καμία σχέση με την λεγόμενη από πολλούς πλέον στην Ελλάδα, «ιδεολογική καθαρότητα». Κατηγορώντας οι καιροσκόποι της πολιτικής και οι κερδοσκόποι της οικονομίας τους αντιπάλους τους για ιδεολογισμό, δεν μετατρέπονται αυτόματα οι ίδιοι σε πραγματιστές. Και αν ο πραγματισμός είναι σήμερα το ζητούμενο για να αντιμετωπιστεί τόσο το οξύ Κοινωνικό Ζήτημα, όσο και η δραματική παραγωγική στρέβλωση της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, το σύνολο της γενικότερης πολιτικής ηγεσίας της κεντροδεξιάς, κεντροαριστεράς και του διασπασμένου ΣΥΡΙΖΑ είναι για τα σκουπίδια. Εκεί είναι η θέση για τους επαγγελματίες υποκριτές και διπλοπρόσωπους της πολιτικής που έχουν περάσει στο επόμενο στάδιο του «ο, τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό»: στο «ηθικό είναι το δίκαιο της αναπαραγωγής των νεκρών πραγμάτων, των ημιθανών σχέσεων και των συμμοριών στο κράτος και στην αγορά»!
Πραγματιστές δεν είναι αυτοί που διαχωρίζουν στην πράξη την ηθική από την πολιτική, αλλά αυτοί που επιχειρούν διαρκώς να αντιμετωπίσουν με νέους θεσμούς το παράδοξο της σύζευξης της ηθικής με την πολιτική. Δεν είσαι ρεαλιστής αν πιστεύεις πως η ηθική και η πολιτική – όπως και η συνέπεια λόγων και πράξεων – είναι έννοιες ασύμβατες, είσαι απλώς εν δυνάμει απατεώνας. Επιδιώκεις, ορίζοντας κάθε φορά διαφορετικά το συμφέρον της ιδιοτέλειάς σου ως αλήθεια, να διαμορφώσεις ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ηγεμονία σου και τίποτα περισσότερο. Πρόκειται για την κυριαρχία ενός αυταρχικού και εγωπαθούς «Είμαι» πάνω στο «Υπάρχω». Για μία κυριαρχία της ανηθικότητας στην πολιτική πρακτική.
Η κοινωνική επίλυση του χρόνιου, πλέον, ελληνικού δράματος της κρίσης της ευρωζώνης απαιτεί την περιθωριοποίηση των υποκριτών και των διπλοπρόσωπων από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αυτό θα ήταν μία βασική προϋπόθεση για την μετάβαση σε μία νέα μεταπολίτευση, χωρίς άλλα κοινοβουλευτικού χαρακτήρα πραξικοπήματα και χωρίς την μεσολάβηση μιας τυπικού χαρακτήρα χούντας. Αυτό πιστεύω ότι είναι και το κεντρικό ζήτημα των εκλογών. Καθαρές πολιτικές δεν παράγονται από εκείνους οι οποίοι ταυτίζουν την ηθική με το μικροσυμφέρον τους, ή από εκείνους που θεωρούν πως τα «βρώμικα χέρια» είναι κάτι σχετικό. Τα «βρώμικα μυαλά» που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως ένα τέχνασμα αποκλεισμού που παρουσιάζεται στον λαό ως «τέχνη του εφικτού» είναι εκείνα που νομιμοποιούν τα «βρώμικα χέρια».
Αν κυριαρχεί η πολιτική επί της ηθικής, πρόβλημα δεν έχει η ιδεολογία, αλλά αυτή καθ’ εαυτή η έννοια του πραγματισμού. Οι υποκριτές και οι διπλοπρόσωποι του ελληνικού καθεστώτος ηγεμονίας δεν έρχονται να προσβάλουν τους ιδεολόγους, αλλά όσους από εμάς υπηρετούμε τις μικρές καθημερινές αλήθειες που δίνουν την ουσιαστική διάσταση του πραγματισμού στη σημερινή Ελλάδα, σε σχέση πάντα με το διεθνές περιβάλλον.