Πέρασαν 40 χρόνια...

0

Μαυροζαχαράκης Μανόλης

Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας



Πέρασαν 40 χρόνια από την έναρξη της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.  Τι είναι όμως μεταπολίτευση; Με απλά λόγια είναι το πέρασμα από μια μακρά περίοδο περιχαρακωμένου κοινοβουλευτισμού η οποία κατέληξε τελικά σε μια βάναυση δικτατορία σε μια συνταγματική δημοκρατία σύγχρονου τύπου. Με άλλα λόγια είναι το πέρασμα στο ευρωπαϊκό αυτονόητο των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών  και αντιστοίχως σε μια .......

συγκροτημένη χάρτα υποχρεώσεων.

Είναι το πέρασμα από την φάση του βαλκανικού επαρχιωτισμού και τριτοκοσμικού φαντασιακού στην σφαίρα του σύγχρονου εάν και οριοθετημένου εξευρωπαϊσμού.             Με φιλοσοφικούς όρους  θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την έξοδο από τον καθεστωτικό σκοταδισμό, την αυθαίρετη αυθάδεια της εξουσίας  και τον ανεξέλεγκτο κρατικό αυταρχισμό και το πέρασμα σε μια φάση ελεύθερης εξέλιξης, κίνησης και έκφρασης.

Πέρα από τις διάχυτες πολιτικές ελευθερίες και την είσοδο της έννοιας των  λαϊκών εξουσιών και του κοινωνικού κράτους στην πολιτική, η μεταπολίτευση συνδέθηκε με την ραγδαία άνοδο της κοινωνικής ευημερίας αλλά και του αχαλίνωτου καταναλωτισμού. 

Όλα τα παραπάνω δεν είναι και λίγα.                  

Εντούτοις  η οικονομική κρίση συνέδεσε την περίοδο της μεταπολίτευσης με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και το ζήτημα του δημόσιου χρέους.                          Συγκεκριμένα επισκιάστηκε συνολικά το πολιτικό και κομματικό σύστημα με την δικαιολογημένη  κατηγορία ότι επί μακρόν καλλιέργησε το πελατειακό κράτος της συναλλαγής και διαφθοράς σε μεγάλο και σε μικρό επίπεδο αντί να θωρακίσει την χώρα θεσμικά στα πλαίσια μιας πορείας εξευρωπαϊσμού.                                                           Πραγματικά στην χώρα μας η κρίση έφερε στην επιφάνεια  ορισμένες επάλληλες αλήθειες οι οποίες περίτεχνα κρυβόταν στο υπογάστριο του κρατούντος πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Οι αλήθειες αυτές εξωτερικεύτηκαν από την στιγμή που κατέστη πρόδηλο ότι τα μεταπολιτευτικά θεμέλια πάνω στα οποία συγκροτήθηκε η ελληνική κοινωνία είναι αδύναμα και δεν επαρκούν για να σηκώσουν την πορεία της χώρας προς ένα σύγχρονο μέλλον. Η πρώτη αλήθεια που είναι πλέον ολοφάνερη και όμως δεν αφομοιώνεται από το υπάρχον πολιτικό σύστημα είναι ότι μια οικονομία με αδύναμη παραγωγική βάση και ως εκ τούτου με ελλειμματικό εξωτερικό εμπόριο παράγει συνεχή δημοσιονομικά προβλήματα αντί να παράγει επαρκής θέσεις εργασίας . Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια που επίσης έγινε αντιληπτή προκαλώντας πολύ πόνο είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα αναπαράγεται για τον εαυτό του και όχι συντεταγμένα με την κοινωνία πολιτών. Αποτελεί επομένως ένα σύστημα αυτοαναφοράς με ενσωματωμένους μηχανισμούς εντροπίας, δηλαδή αυτοκαταστροφής. Η τρίτη μεγάλη αλήθεια που πόνεσε πάνω από όλες είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να αποτελεί βασικό εργοδότη στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής οικονομίας πόσο μάλλον αν δεν τροφοδοτείται με τους απαιτούμενους όρους απόδοσης και με τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ισοπολιτείας και ισονομίας.

Για όσο καιρό οι  πολιτικές δυνάμεις της χώρας  μας αποφεύγουν να τοποθετηθούν γύρω από τον άξονα των πραγματικών αληθειών που μαστίζουν την χώρα και παραμένουν αποκλειστικά εγκλωβισμένες  στον άξονα μνημόνιο –αντιμνημόνιο, οι κακοδαιμονίες της μεταπολίτευσης όχι μόνο θα αναπαράγονται αλλά θα  βαθαίνουν.

 Οι πεφωτισμένες , προοδευτικές και δημοκρατικές  δυνάμεις αυτού του τόπου και τα δημιουργικά μυαλά που έχουν απομείνει, πρέπει να επανασυνδέσουν την πορεία της χώρας με τις παραγωγικές εκείνες πτυχές της μεταπολίτευσης που αδράνησαν εν ονόματι της πελατειακής πατρονείας και του άκαρπου «αντιπολιτικού»  κρατισμού. Αντιπολιτικού διότι δεν προήγαγε το συλλογικό συμφέρον αλλά το ατομικό  συμφέρον πατρόνων, συντεχνιών, πολιτικάντηδων και ομάδων συμφερόντων. Οι θετικές  πτυχές της μεταπολίτευσης με τις οποίες πρέπει να επανασυνδεθούμε υπήρξαν  η εισαγωγή του ΕΣΥ, η  εισαγωγή του εργατικού και οικογενειακού δικαίου , ο εκδημοκρατισμός των θεσμών και του στρατού , η εισαγωγή του ΑΣΕΠ και των ΚΕΠ, η εισαγωγή των θεσμών πρόνοιας , η εξάπλωση κοινωνικών και υλικοτεχνικών υποδομών εάν και με δυσανάλογο κόστος,  η μηχανοργάνωση του δημοσίου , η δίκαιη αναδιανομή εισοδήματος και ευκαιριών , η περιφερειακή σύγκλιση , η αποκέντρωση , η επένδυση στην μόρφωση και στην καινοτομία.

Η χώρα χρειάζεται ένα νέο συλλογικό παραγωγικό φαντασιακό και στο πλαίσιο αυτό μια νέα μεταπολίτευση που θα παράγει αγαθά και ιδέες . Ιδέες και αγαθά  που θα συνδέονται από την μεριά τους  με ένα στρατηγικό πλαίσιο που θα παράγει εργασία.                 

Η αντίθεση μεταξύ δημοσιονομικού αυταρχισμού και μεταξύ διατήρησης κοινωνικών κεκτημένων που ζούμε σήμερα αποτελεί την  συνέχεια μιας νοσηρής παράδοσης που προσεγγίζει τον πολίτη εξ αποστάσεων ως «πελάτ稻 και όχι ως κοινωνό και μέτοχο των εξελίξεων. Ως εκ τούτου  δεν υπάρχουν σε αυτήν την διαμάχη ούτε ξεκάθαρες οριοθετήσεις ούτε  σαφής διαχωριστικές γραμμές αφού οι πολιτικές λιτότητας εφαρμόζονται και υπερασπίζονται  τόσο από δεξιές όσο και από  αριστερές / κεντροαριστερές παρατάξεις, κυβερνήσεις και προσωπικότητες. Ομοίως και οι αναδιανεμητικές πολιτικές γίνονται εύκολα αντικείμενο επιχειρηματολογίας τόσο των δεξιών παρατάξεων όσο και της (κεντρο)αριστεράς.  

Οι  σύγχρονες  προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις αντί να  υποδεχτούν τα  «νέα» φαινόμενα  με ανοικτά μυαλά κα να  επιχειρήσουν να τα αναλύσουν νηφάλια αντιτείνοντας  συγκεκριμένες και μακροπρόθεσμες απαντήσεις στην δύσκολη συγκυρία που θα συμπεριελάμβαναν μια οραματική διάσταση για την χώρα, είτε  εγκλωβίστηκαν στην διαχειριστική οπτική του μνημονίου είτε  αφομοιώθηκαν από την άκαρπη λογική του απλού  «αντί». Προφανώς αυτό συνέβη διότι  τελικά  τα  υπάρχοντα πολιτικά σχήματα έρχονται από το παρελθόν και δεν εκπροσωπούν κάτι πραγματικά «νέο».

Ως εκ τούτου οι εναλλακτικές απαντήσεις που δίνονται  στην κρίση μετά από ένα διάστημα εντυπωσιασμού, ακολουθούν τα ειωθότα της ενσωμάτωσης στον ανταγωνισμό της εξουσίας . Οι πιο ευφυής ομάδες συμφερόντων μάλιστα  του κρατούντος μπλοκ οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας, που διακατέχονται και από τις πιο ζωτικές ανασφάλειες, έχουν αντιληφτεί την ανεπάρκεια και προσωρινότητα των προτεινόμενων εναλλακτικών λύσεων και ετοιμάζουν συνεχώς νέα σχήματα ως εφεδρείες.  .

Μια πραγματική προοδευτική απάντηση  στην κρίση που δεν είναι   μονομερής και ιδεοληπτική πρέπει να προωθεί στην χώρα μας τις απαιτούμενες  μεταρρυθμίσεις που διατηρούν  όμως πάντα ένα ορισμένο επίπεδο κοινωνικής συνοχής και δεν διαλύουν  τον κοινωνικό  ιστό μόνο και μόνο  για γίνει η χώρα δήθεν ανταγωνιστική.

Ως παράδειγμα αναφοράς  παραπέμπω στην Γερμανία η οποία αυξάνει σήμερα  τις  κοινωνικές της  δαπάνες και εισάγει  με πίεση των σοσιαλδημοκρατών τον ελάχιστο μισθό 8 ευρώ την ώρα 

Μία προοδευτική απάντηση στην κρίση δεν πρέπει να διστάζει ακόμα μα θέσει  τους ισχυρούς της Ευρώπης και ειδικότερα τους Γερμανούς προ των ευθυνών τους  Μην ξεχνάμε ότι οι Γερμανοί προσέφεραν στον  Νότο και στην Ελλάδα  για μια  συγκεκριμένη εποχή   αφειδώς δάνεια  προάγοντας τον δανεισμό με δελεαστικά επιτόκια. και ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής,. Στην ουσία η Γερμανία προήγαγε στις άλλες χώρες τον πληθωρισμό ενώ η ίδια τον κρατούσε τον δικό της χαμηλά μέσα από την χαμηλή μισθοδοσία.

Αυτό σε συνδυασμό με τις τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην καινοτομία  ήταν το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα..

Τότε πάλι στην Ελλάδα μιλούσαμε  για εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις. Είκοσι χρόνια μετά πάλι μιλάμε για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό Είναι καιρός να σταματήσει αυτή η ιδεοληπτική καραμέλα και να  ανοίξουν λοιπόν μάτια μπροστά στις πραγματικά αναγκαίες αλλαγές έξω από  νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες.

Εάν δεν υπάρξει πραγματική δημοκρατική και κοινωνική στροφή στην χώρα μας το κύμα των ψηφοφόρων που   προτιμάει   εκλογικά τον λαϊκισμό  και ειδικότερα τον ακροδεξιό θα γιγαντωθεί . Σημειώνεται άλλωστε ότι οι ψηφοφόροι αυτοί  είναι, στην καλύτερη περίπτωση "αποτυχημένοι, ανολοκλήρωτοι   καταναλωτές", κατά την έννοια του Zygmunt Baumann[1].

Αυτό σημαίνει ότι δεν επιθυμούν την κατάργηση της σημερινής κοινωνίας και την ίδρυση μιας άλλης αλλά διεκδικούν τελικά να συμμετάσχουν στην σημερινή κοινωνία  ως πλήρεις  καταναλωτές, δηλαδή ως πολίτες μιας καταναλωτικής καπιταλιστικής κοινωνίας.

Με βάσει το επιχείρημα του Bauman[2] οι άνθρωποι θεωρούνται στις σημερινές κοινωνίες χρήσιμοι μόνο εφόσον λειτουργούν ως ολοκληρωμένοι καταναλωτές  . Η κατανάλωση κατά κάποιον τρόπο είναι η συνδρομή του ατόμου στην οικονομία της αγοράς.   Ένας ανολοκλήρωτος καταναλωτής διαθέτει περιχαρακωμένη κοινωνική θέση και θεωρείται άχρηστος αφού η θέση του είναι απελπιστική και εντελώς αδιέξοδη.

Οι σύγχρονες κοινωνίες αντιμετωπίζουν εντελώς κυνικά τους φτωχούς ανθρώπους που αδυνατούν να λειτουργήσουν ως ενεργοί καταναλωτές, συγκλίνοντας κατά κάποιον τρόπο προς μία τάση  εξαφάνισης τους από το εμφανές αστικό προσωπείο τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο οι φτωχοί και ρακένδυτοι  εκδιώκονται   από τα  αστικά κέντρα των δυτικών μητροπόλεων.

Αυτή η τάση εξηγεί γιατί το σύγχρονο κράτος πρόνοιας φροντίζει όλο και λιγότερο τους ανέργους και ειδικά τους μακροχρόνιους, θεωρώντας ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι πλέον χρήσιμοι και επιβαρύνουν μόνο την τσέπη των φορολογουμένων. Η πολιτική συναίνεση γύρω από τις αξιωματικές λειτουργίες του κράτους πρόνοιας που φροντίζει τους αδύναμους και ανήμπορους είναι πλέον πεπερασμένη. Μόνο η νοσταλγία της παραμένει ζωντανή. Η νοσταλγία όμως αυτή παράγει  διαμαρτυρία  και φυγόκεντρες τάσεις.

Το ενεργό προλεταριάτο της αλληλεγγύης έχει μετατραπεί σε ένα σε ένα κοινωνικό στρώμα της μόνιμης επισφάλειας (πρεκαριάτο) το οποίο στρέφεται σε αμφίβολες πολιτικές κατευθύνσεις. Η στροφή αυτή είναι λογικά αναπόφευκτη υπό την έννοια ότι οι υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίζονται την εξουσία  διακατέχονται από την ίδια δημοσιονομική εμμονή. Όπως εξηγεί άλλωστε  ο Bauman η μείωση των κοινωνικών δαπανών αποτελεί στόχο τόσο της δεξιάς όσο και της (κεντρο)αριστερής πολιτικής . Ανεξαρτήτως ποιο κόμμα ανέλθει στην εξουσία όλα έχουν τον ίδιο στόχο της μείωσης , του περιορισμού , της οριοθέτησης των κοινωνικών δαπανών μόνο και μόνο επειδή θεωρούν ότι κατά την συμβατική οικονομική δεν έχουν κανένα οικονομικό νόημα.  Σε συνδυασμό με την πολιτική συμπεριφορά  των εξαθλιωμένων κοινωνικών  στρωμάτων, ο  λαϊκισμός ενισχύεται από οικονομική άποψη από τους φόβους υποβιβασμού οι οποίοι καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων στα πλαίσια  της προωθημένης διαδικασίας εκσυγχρονισμού και παγκοσμιοποίησης.

Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρό……για μια νέα μεταπολίτευση. 


[1] Zygmunt Bauman Από την κοινωνία των παραγωγών στην κοινωνία των καταναλωτών και των «απορριμμάτων» http://spoudasterion.pblogs.gr/2010/02/576074.


2Zygmunt Bauman  Leben als Konsum - Verlag Hamburger Edition, 2009Flüchtige Zeiten. Leben in der Ungewissheit - Verlag Hamburger Edition, I2009 



 









Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)