Ελλάδα, μια σχιζοφρενική πολιτική οντότητα σε slow motion…


Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Αντί η μεγαλύτερη ελληνική κρίση μετά το πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε να βοηθήσει ώστε να γίνει αντιληπτή η σχιζοφρένιά μας ως κράτος, εθνική ταυτότητα και πολιτική κοινωνία, αυτή δοξάζεται μεγεθυνόμενη και βασιλεύει, προσδίδοντας αλλόκοτα και διαστροφικά χαρακτηριστικά στην πολιτική αντιπαράθεση και στην ίδια την προσωποποίηση και αναπαράσταση του γνωστικού και συναισθηματικού κόσμου μας, ως ενιαίο σύστημα που ορίζει το εθνικό και το κοινωνικό συμφέρον. Αυτή η σχιζοφρενική οντότητα στηρίζει σήμερα στην ...........
ύπαρξή της σε μια… αργή κίνηση, εντός της «εντατικής» της τρόικας. «Πώς τα πάτε», ρώταγα χθες το βράδυ ανώτατο στέλεχος της διοίκησης. «Έχουμε ρίξει τους ρυθμούς, θεώρησε πως βλέπεις ένα έργο που η τρόικα γύρισε πολύ γρήγορα και εμείς το παίζουμε σε κανονικό χρόνο για την Ελλάδα, είμαστε σε slow motion κατάσταση»!
Τρομάζει ο κονστρουκτιβιστής-πραγματιστής όχι με τον εθνικισμό του Έλληνα - ο εθνικισμός δεν είναι κακό πράγμα, αλλά αντίθετα απαραίτητο στοιχείο για την άρθρωση εποικοδομητικών κοινωνικών πολιτικών κατά την μετάβαση από την νεωτερική στην μετανεωτερική Ευρώπη – αλλά με την συγκεκριμένη μορφή του. Παρατηρείς να τέμνονται ο δεξιός με τον αριστερό εθνικισμό, στην άρνηση της Δυτικής Προσωπικότητας της Ελλάδας, ενώ ο κεντροδεξιός και κεντροαριστερός εθνικισμός ορίζει την Ελλάδα είτε με όρους ιμπεριαλισμού, είτε με όρους γερμανισμού, είτε ως συνισταμένη των δυο προηγούμενων: ως οικονομισμό, που επιχειρεί να τοποθετήσει λειτουργιστικά, άκριτα, καιροσκοπικά και δογματικά την χώρα σε μια οικονομική διακυβέρνηση, που προδήλως αντιφάσκει με την διάθρωση του παραγωγικού της μοντέλου. Σε μια ανολοκλήρωτη, ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση, εντός της οποίας η χώρα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ανταγωνιστική, στη βάση της σημερινής της μορφής ανάπτυξης – στη βάση του αναπτυξιακού μοντέλου που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε από την ένταξη και λειτουργία της χώρας στους θεσμούς της ΕΕ και στην ευρωζώνη. Έτσι εξηγείται και το σημερινό «slow motion» καθοδόν προς εκλογές: Δεν μπορεί να συνεργαστούν σε γρήγορη κίνηση πολιτικό σύστημα - παραγωγικό μοντέλο - νεοφιλελευθεροποίηση της αγοράς - απορρύθμιση των δημοσιονομικών, από τη μια μεριά και διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης από την άλλη. Απλώς δεν γίνεται, εκτός και αν ολόκληρη η χώρα βυθιστεί τεχνητά σε «ύπνωση»! Μόνον που υπνωτισμένοι πολίτες υπάρχουν, για υπνωτισμένες χώρες δεν έχει ξανακουστεί!!!            
Η Ελλάδα, σύμφωνα με την σχιζοφρενική αντίληψη κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, για να γινόταν πράγματι ανταγωνιστική (ως οικονομία της ενιαίας αγοράς ασφαλώς και με νόμισμα το σκληρό Ευρώ) θα έπρεπε (πρέπει) να υποστεί μια γενικευμένη εσωτερική υποτίμηση στο φάσμα μιας μεγάλης πολεμικής καταστροφής, με δραματική υποβάθμιση του λεγόμενου βιοτικού επίπεδο στην χώρα (υποβάθμιση της ποιότητας και ποσότητας διαθέσιμων αγαθών και υπηρεσιών), διάλυση και όχι απλώς μετασχηματισμό του μοντέλου ευημερίας της, μεγέθυνση της ανισότητας σε σημείο επικίνδυνο για την κοινωνικοπολιτική σταθερότητα με δημοκρατικούς όρους και απαξίωση της εργασίας, παράλληλα με τις περισσότερες μορφές επενδυμένου κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει ήδη, αυτό διαγραμμίζεται, αγαπητέ αναγνώστη, σήμερα, δια της διαδικασίας «σοκ και δέος» του ατομικού μηχανισμού προσαρμογής που επιβλήθηκε από την τρόικα και υιοθετήθηκε ως «μονόδρομος-σωτηρίας» (τους) από την κυβερνώσα πολιτική και μεγαλο-επιχειρηματική ελίτ. Αυτό ήταν που πολέμησε η γραφή μου από δύο συγκοινωνούντα και αλληλοεξαρτώμενα «οχυρά»: τον εθνικισμό της ριζοσπαστικής δημοκρατίας και τον ευρωπαϊκό εθνικισμό μιας αποκεντρωμένης Ευρωπαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας.
Τί υποστήριξα με μια κουβέντα; Πως όταν μια νέα πολιτική οντότητα διαμορφώνει οικονομική διακυβέρνηση με έναν σαφή, δημοκρατικό τρόπο είναι φαινόμενο υγιές κοινωνικοπολιτικά, ενώ όταν συμβαίνει η οικονομική διακυβέρνηση να διαμορφώνει την πολιτική οντότητα, πρόκειται όχι απλώς για αντιλαϊκή και απάνθρωπη προσέγγιση, αλλά για μηχανισμό που προκαλεί σχιζοφρένια καί στο κράτος καί στη κοινωνία καί στην πολιτική διαδικασία καί στην αγορά, ακόμη και στον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Πόσο μάλλον αν αυτή η οικονομική διακυβέρνηση αδιαφορεί για την διάρθρωση των παραγωγικών σου πόρων και δυνάμεων, για την υφιστάμενη δραματική (εις βάρος σου) ανισότητα στις χρηματοπιστωτικές ροές και για την υφιστάμενη κουλτούρα που δομήθηκε από παραγωγικές σχέσεις που αναπτύχτηκαν παρα-οικονομικώς ως ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ένταξης και ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, στην ΕΕ και στην ΟΝΕ! Υπό τις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς, εάν αφήσεις την αγορά να διαμορφώσει τις παραγωγικές σχέσεις σε μια αποβιομηχανοποιημένη, ευρωπαϊκή χώρα χαμηλής σχετικά παραγωγικής ανάπτυξης, τεχνολογικής εξειδίκευσης (δευτερογενής και πρωτογενής τομέας) και υψηλής σχετικά καταναλωτικής ανάπτυξης (τριτογενής τομέας) υπό σκληρό μάλιστα μέσο συναλλαγών, απλώς δολοφονείς ανθρώπους, δυναμιτίζεις την κοινωνία και εξασθενείς δραματικά την χώρα ως παράγοντα στις διεθνείς πολιτικές.
Αυτό κάνουν σήμερα όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί. Γίνονται παράγοντες οπισθοδρόμησης και αποσταθεροποίησης, προβάλλοντας έναν σχιζοφρενικό, οικονομιστικό ευρωπαϊσμό, που αντιφάσκει πρώτα από όλα με την εμπειρία και θεωρία της πολιτικής οικονομίας, άρα και με την εθνική πολιτική οντότητα της Ελλάδας.
Από την άλλη, ο δεξιός και αριστερός εθνικισμός (: λαϊκισμός) στηρίζεται σε μια αντιευρωπαϊκή κουλτούρα, σύμφωνα με την οποία η φαντασιακή πολιτική κοινότητα ημών των ελλήνων είναι προϊόν του δυτικού ιμπεριαλισμού (αριστερά), ή προϊόν της προδοσίας των δυτικών μεγάλων δυνάμεων, πατρώνων της Ελλάδας (δεξιά). Η πρώτη (αριστερή) προσέγγιση είναι ορθή, αλλά απολύτως αντιπαραγωγική και αδιέξοδη, αν δεν στηρίζεται σε μια εναλλακτικά ηγεμονική και κοινωνική προσέγγιση της Ευρώπης, με την μορφή του ευρωπαϊσμού (: αριστερός ευρωπαϊσμός) που θα άρει την μετα-αποικιακή διάσταση των σχέσεων εντός της ΕΕ, καταρχήν, ενώ η δεύτερη (δεξιά) είναι μια παιδαριώδης και απολύτως συμπλεγματική αντίληψη της πολιτικής. Και οι δύο προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη Δύση ως εχθρό, για εντελώς διαφορετικούς λόγους,ενώ καί οι δύο, επίσης, αντιλαμβάνονται την πολιτική ως πόλεμο εξόντωσης.
Καί οι δύο αρνούνται ή/και αποστρέφονται την ευρωπαϊκή κουλτούρα της σοσιαλ-δημοκρατίας που αναπτύχτηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα και την έννοια της προόδου που στηρίζεται στα κινήματα των εργαζομένων, των αντιφασιστών, των αντιρατσιστών, των φεμινιστών, των ειρηνιστών και των οικολόγων, θεωρώντας τα ως απάτη - στο βαθμό που δεν προπαγανδίζουν την επανάσταση εδώ και τώρα. Για τον αριστερό εθνικισμό αυτά είναι καπιταλιστική απάτη, ενώ για τον δεξιό εθνικισμό αυτά είναι «δηλητήρια» που παράγουν εκείνοι οι οποίοι εκδιώκουν την εξουσία και την εκμετάλλευση δια της διάβρωσης των ευρωπαϊκών φυλών. Για τους πρώτους η ιστορία είναι η ιστορία του καπιταλισμού, η οποία πρέπει να τερματιστεί δια της επαναστάσεως των προλεταρίων, ενώ για τους δεύτερους η ιστορία είναι μια υπόθεση ρατσισμού – η ιστορία των αγώνων, πολέμων και άλλων ακραίων αντιπαραθέσεων των «Racial Elements of European History», στην οποία έρχονται να προστεθούν δύο ακόμη όψεις: ορθοδοξία εναντίον καθολικισμού και προτεσταντισμού, και χριστιανοσύνη εναντίον ισλαμισμού, σε μια μάχη όπου ο νικητής τα παίρνει όλα και ο ηττημένος τα χάνει όλα! Δυστυχώς και οι δύο βλέπουν την πολιτική με την μορφή: «the power as beauty»! Και από αυτό προκύπτει η διαστροφή και η σχιζοφρένια στην πολιτική, είτε με την μορφή «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς», ή με εκείνη μιας επανάστασης που καμία σχέση δεν έχει ως πρακτική με εκείνη που οραματίστηκαν οι σοβαροί (ανθρωπιστές) θεωρητικοί του κομμουνισμού και του αναρχισμού. Κάπως έτσι η πολιτική μετατρέπεται σε ψύχωση για εξουσία και κυριαρχία με κάθε μέσο και πάση θυσία. Η πολιτική παίρνει την μορφή της τρέλας, η οποία μετατρέπει παραμορφωτικά τον κατακερματισμό του κοινωνικού ατόμου, εξαιτίας της πατριαρχικής δομής της ηγεμονίας και της καπιταλιστικής έκφρασης των πατριαρχικών σχέσεων, σε κατακερματισμό της λογικής, σε «σχίζειν» την «φρένα»! Από εκεί και έπειτα αρχίζουν οι διαταραχές της αντίληψης της πραγματικότητας, οι παραισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις, οι παρανοϊκές ιδέες ο …αριστερισμός και ο φασισμός, νεοναζισμός κλπ., ως η επιτομή της βίας.
Το «όλα είναι οικονομία» των κεντροδεξιών και κεντροαριστερών μεταφράζεται σε «όλα είναι βία και με βία αντιμετωπίζονται», από τους αριστεριστές και τους δεξιούς εξτρεμιστές με το εθνικιστικό, υπερπατριωτικό, ασφαλώς, προφίλ. Θα μου πεις, ίσως, τί φταίνε οι αριστεριστές και οι δεξιοί εξτρεμιστές, από την στιγμή που με το «όλα είναι οικονομία» κηρύσσεται πόλεμος μέχρι θανάτου εναντίον των ηττημένων μια απολύτως άδικης οικονομικής ανάπτυξης, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και όλα μαζί καταπίνουν τον εργαζόμενο, μετατρέποντας την εργασία από πηγή εισοδήματος σε πηγή χρέους;(!) «Όλα είναι οικονομία» σημαίνει πως το μικρό μέρος της υπεραξίας που επιστρέφεται στον εργαζόμενο δια του μισθού του, μετατρέπεται σε χρέος (του) για να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο η αξία της επένδυσης. Σε αυτό το πρώτο στάδιο το βάρος του χρέους διασκεδάζεται με την αυξημένη καταναλωτική δύναμη. Αν όμως σκάσει η «φούσκα» και αρχίσει η υποτίμηση του επενδυμένου κεφαλαίου, τότε το βάρος του χρέους ισοδυναμεί με την άσκηση της απόλυτης βίας, είτε στο άτομο, είτε σε μια εθνική-κοινωνία, είτε και στους δύο, όπως στην ελληνική κρίση. Το «όλα είναι οικονομία» των νεοφιλελευθέρων κεντροδεξιών και κεντροαριστερών δεν προκαλεί αντανακλαστικά την διάθεση για κόντρα-βία (αυτή ενυπάρχει στην κουλτούρα τους - στην κουλτούρα της καταστροφικής δύναμης για την επίτευξη ενός ιερού σκοπού για τον εργαζόμενο ή την φυλή μας αντίστοιχα) αριστεριστών και ακροδεξιών, αλλά την νομιμοποιεί πολιτικά. Της προσδίδει κύρος και προπαγανδιστική ισχύ.
Εδώ, νομίζω, πως βρισκόμαστε σήμερα στην Ελλάδα, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της σχιζοφρενούς πολιτικής οντότητας, η οποία ενισχύει τα σχιζοφρενικά χαρακτηριστικά μεγάλου τμήματος της κοινωνίας που βιώνει ένα πραγματικό και όχι φαντασιακό ή φανταστικό αδιέξοδο. Αυτό συνθέτει την σημερινή ελληνική κρίση ταυτότητας και επιβίωσης κράτους, κοινωνίας και ανθρώπων. Όπου και όταν συμβαίνει αυτό, είναι η ίδια η δημοκρατία που βρίσκεται σε δραματική κρίση,δίχως πλέον να εμφανίζεται ικανή να προσφέρει λύσεις με κεϋνσιανιστικό τρόπο. Πλέον η βία κάθε μορφής και οι ολοκληρωτικές καταστροφικές προσεγγίσεις,βγαλμένες από θεοσοφικές και μιλιταριστικές ερμηνείες της ιστορικής εξέλιξης,βρίσκουν το βασίλειό τους, φυσιολογικά.
Η ΕΕ αν δεν κατανοήσει τί συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα - καί με δική της τεράστια ευθύνη, καθώς η ελληνική κρίση είναι δική της κρίση, που διαχειρίζεται φοβικά, υποκριτικά και αισχρά - δεν θα προλάβει να δώσει την ευκαιρία στους λαούς και στις αριστερές μεταρρυθμιστικές-προοδευτικές δυνάμεις να την μετατρέψουν σε μια εναλλακτική ηγεμονία. Αλλά ποιά είναι, τί είναι άραγε η ΕΕ στη συγκυρία; Το κρεβάτι του Προκρούστη, φίλε μου, και όχι το κρεβάτι του Ψυχιάτρου! Κακό το δεύτερο - για την πολιτική σχιζοφρένια στην ΕΕ δεν χρειάζεται ψυχίατρος, αλλά δημοκρατικοί θεσμοί με ουσία και αναδιανομή με Εθνικά Σχέδια αναδιάρθρωσης της παραγωγής – αλλά είναι απολύτως εγκληματικό το πρώτο. Η ΕΕ εμφανίζεται να είναι σήμερα μια ιδέα βασισμένη στη βία, ο ευρωπαϊσμός όμως δεν μπορεί να είναι συνώνυμο αυτής της βίας που τρελαίνει τους γνωστικούς και αποτρελαίνει τους τρελούς στο φρενοκομείο-Ελλάς. Αν η αριστερά στην Ευρώπη έχει κάτι πράγματι καινούργιο να προσφέρει στη συγκυρία της κρίσης, αυτό είναι μια επανεισαγωγή, με κοινωνικό αναπροσδιορισμό, του ευρωπαϊσμού. Μια νέα κοινωνικοπολιτική αφήγηση ισότητας και ελευθερίας, δίχως βία της μορφής «σοκ και δέος». Δεν μιλώ για εξανθρωπισμό της βίας - αυτό δεν γίνεται και δεν πρέπει να αυταπατώμεθα  - αλλά για μια πολιτική διαδικασία που θα περιορίσει την σχιζοφρένια, πριν αυτή μετατραπεί σε φυσιολογική κατάσταση. Αν συμβεί το τελευταίο τη ιστορία δεν θα τερματιστεί από κάποια επανάσταση, ή από την ολοκληρωτική αγορά της παγκοσμιοποίησης, αλλά από τον ίδιο τον… Θεό. Αυτό, αν μας έχει απομείνει λίγο μυαλό στο κεφάλι, δεν θα πρέπει να αφήσουμε να συμβεί!